Τὴν ἑσπέραν, ἀνερχόμεναι αἱ τρεῖς εἰς τὴν αὐλὴν τῆς κυρά-Θωμαῆς, ὀλίγα σπίτια παραμέσα, ὅπου ἤρχοντο κ᾿ ἡ γριά-Χιόνω, κ᾿ ἡ θεία-Κυράννω, ὅλαι μετανάστιδες ἐκ Μακεδονίας του 1821, τὰ ἔλεγαν μεταξύ των. Αἱ τρεῖς πρώται ἔδιδον καθ᾿ ἑσπέραν τακτικὴν ἀναφορὰν εἰς τὴν κυρά-Θωμαὴν καὶ εἰς τὰς δυὸ ἄλλας γραῖας· καὶ ὅλαι μαζὶ ἐχασκογελοῦσαν.

Μάλιστα τὰ ὄψιμα ἑλληνικὰ τῆς Σταμάτως, καθὼς περιέγραφε τὴν κατάστασιν τῆς ἐγκύου («αὐτὴ ὅλη κοντὸ εἶναι· καὶ τὰ πόδια της κοντὴ τὸ ἔχει!… θὰ μὴν τὸ ρίχνῃ, τάχατες!…») ἐπέτεινον τοὺς γέλωτάς των. Καὶ εἰς τὰς ἐκθέσεις τῆς Σταμάτως, ἡ γραῖα Κυράννω ἐπρόσθετε τὰ σχόλια της, μὲ τὴν Μακεδονικήν της διάλεκτον.

– Αὐτηνιές, σὶ λιέου, εἶνι παλιοφουράδες!… Ἀχιλώνις, μαρή… Ποῦ στὰ χουργιά, τὰ θ᾿κά μας! νὰ τοῦ φτιάξ᾿ καμμιὰ αὐτ᾿νό, θὲ τ᾿βγάλ᾿νι, σὶ λιέου, στοῦ γουμαρουπάζαρου!…

Τελευταία ἀπ᾿ ὅλας ἐκλήθη νὰ λάβῃ μέρος ἡ Φραγκογιαννοῦ, ὡς σοφωτέρα ὅλων τῶν ἄλλων. Ἡ Μαροῦσα εἶχεν ἀρχίσει ν᾿ ἀπελπίζεται ἀπὸ τὰς τρεῖς πρώτας «ψευτομαμμές», καὶ κατέφυγεν εἰς ταύτην ὡς εἰς τελευταίαν ἐλπίδα. Τῷ ὄντι ἡ γραῖα Χαδούλα μὲ τὰ φάρμακά της, μὲ τὰ μαντζούνια της καὶ μὲ τὰ ζεστὰ ἢ κρύα ὅσα ἔδιδε νὰ πίη εἰς τὴν πάσχουσαν, τῇ βοηθείᾳ καὶ τῶν ἐντριβῶν τὰς ὁποίας ἐξετέλει μ᾿ ἐπιδεξιότητα πολὺ ὑπερτέραν ἀπὸ τὰς ἄλλας, κατώρθωσεν ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν νὰ ἐπιφέρῃ τὴν ἔκτρωσιν. Ὁ κυρ Ἀναγνώστης οὐδέποτε ἔμαθε τίποτε.