Τὴν στιγμὴν ταύτην, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἄνοιξε τὰ κλειστὰ ἀγρυπνοῦντα ὄμματα, κ᾿ ἐκούνησε τὸ λίκνον. Συγχρόνως ἠθέλησε νὰ δώση τὸ σύνηθες ρευστὸν εἰς τὸ πάσχον μωρόν.
– Ποιὸς βήχει; ἠκούσθη μία φωνὴ ὄπισθεν τοῦ μεσοτοίχου.
Ἡ γραῖα δὲν ἀπήντησεν. Ἦτο Σάββατον ἑσπέρας, καὶ ὁ γαμβρός της εἶχε πίει ἕνα ρακὶ παραπάνω, πρὶν δειπνήση· ὁμοίως εἶχε πίει, μετὰ τὸ δεῖπνον, κ᾿ ἕνα μεγάλο ποτήρι ἀπὸ λάκυρον κρασί, διὰ νὰ ξεκουρασθῇ ἀπὸ τὰ μεροκάματα ὅλης της ἑβδομάδος. Λοιπόν, ὁ Νταντῆς, ἐπειδὴ εἶχε πίει ἀρκετά, ἀναλόγως, ὡμιλοῦσε μέσα στὸν ὕπνο του, ἢ μᾶλλον παραμιλοῦσε.
Τὸ μωρὸν δὲν ἐδέχθη τὴν ρανίδα τοῦ ρευστοῦ εἰς τὸ στόμα, ἀλλὰ τὴν ἐλάκτισε μὲ τὴν γλωσσίτσαν του, ἐν τῇ ὁρμῇ τοῦ βηχός, ὅστις εἶχεν αὐξήσει λίαν ἀλγεινῶς.
– Σκασμός!… εἶπε πάλιν ὁ Κωνσταντής, ὁ πατὴρ τοῦ βρέφους, μέσα στὸν ὕπνο του.
– Καὶ πλαντασμός!… προσέθηκε μετ᾿ εἰρωνείας ἡ Φραγκογιαννοῦ.
Ἡ λεχῶνα ἐξαφνίσθη μέσα στὸν ὕπνο της, ἀκοῦσα ἴσως τὸν βῆχα τοῦ μικροῦ, καὶ ἅμα τὸν ἀλλόκοτον βραχὺν διάλογον, ὅστις διημείφθη μέσῳ τοῦ ξυλοτοίχου μεταξὺ τοῦ κοιμωμένου καὶ τῆς ἀγρυπνούσης.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170