Ἐδίστασε πρὸς στιγμήν. Ἠσθάνθη μέσα της φοβερὰν πάλην. Εἶτα εἶπε, σχεδὸν μεγαλοφώνως: «Καρδιά!… αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόφαση».

Καὶ δράξασα μὲ τὰς δυὸ χεῖρας τὰ δυὸ κοράσια, τὰ ὤθησε μὲ μεγάλην βίαν.

Ἠκούσθη μέγας πλαταγισμός.

Τὰ δυὸ πλάσματα ἔπλεαν εἰς τὸ νερὸν τῆς στέρνας.

Ἡ μεγαλυτέρα κορασὶς ἔρρηξεν ὀξεῖαν κραυγήν, ἥτις ἀντήχησεν εἰς τὴν μοναξιὰν τῆς ἑσπέρας.

– Μά…!

Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔστρεψε τὸ πρόσωπον πρὸς τὴν λευκὴν καλύβην, ὅπου μέχρι τοῦδε εἶχεν ἐστραμμένα τὰ νῶτα.

Καὶ συγχρόνως ἐτοιμάζετο νὰ φύγη, καὶ συνάμα ἔστρεφε τὸν κανθὸν τοῦ ὄμματος πρὸς τὴν στέρναν, διὰ νὰ ἰδῇ ἂν διήρκει ἡ ἀγωνία.

Ἀνέλαβε τὸ καλάθι της, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀποθέσει καταγῆς, καὶ ἀπεμακρύνθη δυὸ βήματα.

Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἤσπαιρον μέσα εἰς τὸ νερόν. Ἡ μικρὰ εἶχε βυθισθῆ ἤδη. Ἡ μεγαλυτέρα ἐπάλαιε.

Μετ᾿ ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἡ γραῖα ἤκουσεν ὄπισθέν της κρότον θύρας ἀνοιγομένης, καὶ ἀσθενῇ φωνήν.

Ἐστράφη. Ἡ θύρα τῆς καλύβης εἶχεν ἀνοιχθῇ. Ἡ ἄρρωστη γυνή, ἡ μήτηρ τῶν δυὸ κορασίων, ὠχρά, καὶ τυλιγμένη μὲ μαλλίνην σινδόνα, ὁμοία με φάντασμα, ἵστατο εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας.