Ἡ λεχῶνα ἐξύπνησε. Ἡ μάννα της τῆς ἔδωκεν νὰ πῖη τὸ φάρμακον, τὸ ὁποῖον εἶχε παρασκευάσει ἡ Φραγκογιαννοῦ.

– Κουράγιο, κοπέλα μ᾿, εἶπεν αὕτη μὲ πραείαν φωνήν.

– Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; εἶπεν ἡ λεχῶνα.

Τὴν ἐκοίταζε μὲ ἀπορίαν, κ᾿ ἐδυσκολεύετο νὰ τὴν ἀναγνωρίση.

– Ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε, εἶπε μετὰ πεποιθήσεως ἡ Γιαννοῦ.

– Καλὰ ποὺ ᾖρθες, ἐδήλωσε τότε καὶ ἡ γραῖα.

Τῷ ὄντι, αὕτη, ἂν καὶ εἶχε παραξενευθῆ καταρχᾶς, ἐσκέφθη καὶ ἀνεγνώρισεν ὅτι ἡ παρουσία τῆς Γιαννοῦς ἦτο μία παρηγορία εἰς τὴν μοναξίαν των.

ΙΔ´

Περὶ τὰ πρῶτα γλυκοχαράγματα, τὸ βρέφος εἶχεν ἐξυπνήσει, κι ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζῃ. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔκαμε καὶ πάλιν «κουμάντο». Ἐσυμβούλευσε τὴν λεχὼ νὰ βάλῃ τὸ παιδίον εἰς τὸ βυζί, διὰ νὰ δοκιμάση ἂν κατέβη τὸ γάλα. Συγχρόνως ἠκούσθη κρότος ἔξωθεν, κ᾿ εὐθὺς κατόπιν μιὰ φωνή.

– Γριά!… Γριά! κοιμᾶστε;

Ἦτον ὁ Λυρίγκος, κ᾿ ἐκάλει τὴν πενθερά του.

Ἡ γραῖα ἐγνώρισε τὴν φωνήν, ἐσηκώθη κ᾿ ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν.

– Ἔλα νὰ μοῦ δώσης ἕνα χέρι, ἐφώναξεν ὁ Λυρίγκος. Ὁ παραγυιὸς λείπει κ᾿ εἶμαι μοναχός.

Ὁ Γιάννης φαίνεται ὅτι δὲν ἐσκέφθη κἂν νὰ ἐρωτήση διὰ τὴ λεχώ, τὴν γυναῖκα του, καὶ διὰ τὸ τέκνον του, πῶς εἶχον. Ἠσθάνετο μόνον ἐπείγουσαν ἀνάγκην, κ᾿ ἔκραζε τὴν πενθεράν του νὰ τὸν βοηθήση εἰς τὰς ποιμενικᾶς ἐργασίας τῆς πρωίας, δηλαδὴ ἴσως εἰς τὸ ξεμάνδριασμα, τὸ ἄρμεγμα, καὶ τὰ λοιπά.