– Τί θὰ κάμω; μπορῶ, δὲν μπορῶ, ἀπήντησεν ἡ Πορταΐταινα. Καλύτερα νὰ πᾶμε συντροφιά, ὅπως ᾔρθαμε.

Κ᾿ ἐξεκίνησαν. Ἡ Χαδούλα ἔκαμεν ὅπως εἶπε, μόνον πὼς ἀργοπόρησαν περισσότερον εἰς τὸν δρόμον, ἕνεκα τῆς βραδυπορίας τῆς Πορταΐταινας. Κ᾿ ἐπέτυχε μάλιστα ὑπὲρ τὰς ἐλπίδας της. Ὅταν, μετὰ μίαν ἑβδομάδα, ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα, εἶχε καὶ περρίσευμα ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν. Ἔφερεν εἰς τὴν οἰκίαν της, ἐξ ὅσων τῆς ἔδιδον δι᾿ ἀμοιβὴν τῶν ἐκδουλεύσεών της, ἕναν σάκκον μὲ σίτον, ὡς μίαν ὀκᾶν τυρίου, δυὸ ὄρνιθας, ἕνα μάλλινο χράμι, τὸ ὁποῖον τῆς ἐχάρισαν, καὶ ὀλίγας δραχμᾶς μετρητά. Ἐκ τούτων ἐπλήρωσε γενναιοφρόνως καὶ τὸ ναῦλον τῆς Πορταΐταινας, διὰ νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἑστίαν της.

Ὅλα ταῦτα τὰ ἐνθυμεῖται καλῶς ἡ Ἀμέρσα, ἐπειδὴ ἡ μάννα της δὲν εἶχε παύσει νὰ τὰ διηγῆται ἔκτοτε. Τώρα, εἶχον παρέλθει δώδεκα ἔτη, ὁ ἀδελφός της εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς τὰς φυλακάς, ὁ πατήρ της πρὸ πολλοῦ εἶχεν ἀποθάνει, ὁ Σταθαρὸς κι ὁ Γιαλῆς δὲν ἐπανῆλθον ποτὲ ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, ὁ μικρὸς ὁ Γιωργάκης κ᾿ ἐκεῖνος εἶχε πάρει μεγάλα πέλαγα, ἡ Κρινιὼ κι αὐτὴ εἶχε μεγαλώσει, ἡ Δελχαρὼ εἶχε γεννήσει καὶ πάλιν κόρην, κι αὐτή, ἡ Ἀμέρσα, εἶχε μείνει γεροντοκόρη.