Μόνον τοῦ ἤρεσκε νὰ τὰ πίνῃ, σχεδὸν ὅλα, τὴν Κυριακήν. Πλὴν εὐτυχῶς ἡ σύζυγός του εἶχε λάβη τὰ μέτρα της, κ᾿ ἔπαιρνεν αὐτὴ τὰ λεπτὰ στὰ χέρια της τὸ Σάββατον τὸ βράδυ. Ἢ τὰ εἰσέπραττε κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν πρωτομάστορην, ὄχι ἄνευ ἔριδος καὶ δυσκολίας – ἐπειδὴ ὁ πρωτομάστορης δὲν ἤθελε νὰ τῆς τὰ δώσῃ προτιμῶν νὰ τὰ ἐγχειρίσῃ εἰς τὸν μάστρο-Γιάννην τὸν ἴδιον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μάλιστα ἐκράτει, καθὼς καὶ ἀπ᾿ ὅλους τους ἄλλους, δέκα ἢ δεκαπέντε λεπτὰ ὡς ἔκτακτα ποσοστά, λέγων «ἔχω κορίτσια, βρὲ ἀδερφέ, ἔχω κορίτσια!». Ἀλλ᾿ ἡ Φραγκογιαννοῦ ποὺ νὰ γελασθῆ! Αὐτὴ τοῦ ἔδιδε τὴν μόνην λογικὴν καὶ τὴν μόνην πρέπουσαν ἀπάντησιν: «Ἐσὺ μονάχα ἔχεις κορίτσια μάστορη; Ὁ ἄλλος κόσμος δὲν ἔχουν;»

Ἤ, ἂν δὲν κατώρθωνε νὰ τὰ λάβῃ ἡ ἰδία ἀπὸ τὸν ἀρχιναυπηγόν, ἡ Γιαννοῦ τὰ ἤρπαζε, «Σὰ χωρατά, σὰν ἀλήθεια», ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ συζύγου της, ἀφοῦ ἐφρόντιζε πρώτον νὰ τὸν «καλοκαρδίσῃ» καὶ νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὴν κατάλληλον ψυχολογικὴν θέσιν. Ἤ, τέλος, τὸν ἄφηνε νὰ κοιμηθῇ μισοζαλισμένος, καὶ τὰ ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰ φορέματά του, τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου. Μόνον, τὴν Κυριακὴν πρωί, τοῦ ἔδιδε διὰ «χαρτζιλίκι» 40 ἢ πενήντα λεπτά.