Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυριάκου ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν ἀπόμαχον, νὰ ἦτο τυχαία. Ἀλλ᾿ ἡ ἔνοχος γυνή, ὡς τοὺς εἶδεν, ἐταράχθη, κ᾿ ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Τῆς ἐφάνη δὲ ὅτι κ᾿ ἐκεῖνοι τὸ αὐτὸ ἔκαμαν.

Τότε ἡ Γιαννοῦ, καθὼς ἔφθασεν εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατ᾿ ἀγαθὴν συγκυρίαν, αἴφνης εἶδεν ἐνώπιόν της ἀνοικτὴν τὴν θύραν μιᾶς οἰκίας, λίαν γνωρίμου εἰς αὐτήν, καὶ οὐδὲ στιγμὴν ἐδίστασε νὰ ὑπερβῇ τὸ κατώφλιον. Ἅμα εἰσῆλθε, τεταραγμένη, ἔβαλε τὸ μάνδαλον καὶ τὸν σύρτην.

– Μαρουσώ, εἶσ᾿ ἐπάνω; ἔκραξεν μὲ σιγανήν, ἀλλὰ συριστικὴν φωνήν, ἀνερχομένη τὴν σκάλαν.

Μία γυνὴ κοντούλα, ροδοκόκκινη, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς θαλάμου, κ᾿ ἐπαρουσιάσθη μειδιῶσα, ἀλλὰ καὶ ἀνήσυχος τὸ βλέμμα.

– Ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, θεία-Χαδούλα; ἠρώτησε.

– Μὴν τὰ ρωτᾷς, παιδί μου… Μεγάλη συφορά μου ἐπενέβηκε, ἤρχισε νὰ λέγῃ ἡ Γιαννοῦ.

Εἶτα ἀνήσυχος ἠρώτησε:

– Μὴν εἶν᾿ ἐδῶ ὁ κυρ Ἀναγνώστης;

– Ὄχι, δὲν εἶν᾿ ἐδῶ· τόσο νωρὶς δὲν ἔρχεται, εἶναι στὸν καφενέ… Ἄχ! θεία-Χαδούλα κ᾿ ἐγὼ ἔλεγα πῶς νὰ κάμω νά ῾ρθω στὸ σπίτι σου νὰ σοῦ πῶ τὰ τρέχοντα…