Ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε καθίσει νὰ λάβη ἀναψυχὴν πλησίον τῆς δροσερᾶς πηγῆς, ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν χεῖρα της, ἐφαίνετο βυθισμένη εἰς λογισμούς, καὶ συγχρόνως «αὐτιάζετο» κ᾿ ἔτεινε τὸ οὖς, φανταζόμενη κατὰ πᾶσαν στιγμὴν ὅτι ἤκουε βήματα τῶν χωροφυλάκων.

Ὁ πάτερ-Ἰωάσαφ ᾖλθε νὰ γεμίση ἕνα σταμνίον ὕδατος, καὶ ἰδὼν τὴν Φραγκογιαννοῦ τὴν ἐκαλημέρισε.

– Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σὲ βλέπω…

– Ἄχ! γυιέ μου!… εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἔχω βάσανα καὶ πάθια…

– Τὰ βάσανα δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν κόσμο, γερόντισσα… Ὅσο καὶ νὰ κάμῃ ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποφύγη…

– Ἄχ! πάτερ Γιάσαφε, εἶπεν ἐν θλιβερᾷ διαχύσει ἡ Φραγκογιαννοῦ. Νὰ ῾μουν πουλὶ νὰ πέταγα!!!

– «Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς;» εἶπεν ὁ Ἰωάσαφ, ἐνθυμηθεῖς τὸν ψαλμόν.

– Ἤθελα νὰ ἔφευγα ἀπ᾿ τὸν κόσμο, γέροντά μου… Δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω πλιά!

– «Ἐμάκρυνας φυγαδεύουσα καὶ ηὐλίσθης ἐν τῇ ἐρήμῳ» εἶπεν πάλιν ὁ γέρων μοναχός.

– Μεγάλη φουρτοῦνα μ᾿ ηὖρε, γέροντά μου, καὶ μεγάλη λιγοψυχιὰ μ᾿ ἐκόλλησε.

– Ὁ Θεὸς νὰ σὲ γλυτώση, κόρη μου, «ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος», ἐπέφερεν ὁ Ἰωάσαφ, συνεχίζων τὸν ψαλμόν.