Εἶτα, ὅταν εἰρήνευσαν τὰ πράγματα, καὶ ἡ νέα πολίχνη ἐκτίσθη εἰς τὸν λιμένα τὸ μεσημβρινόν, ἡ μάννα της, ἡ μάγισσα, ἡ πολυκυνηγημένη ἀπὸ τοὺς κλέφτες καὶ τοὺς λιάπηδες, συχνὰ τὴν εἶχεν ἐπαναφέρει εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, τῆς εἶχε δείξει ὅλους τους κλεφτότοπους, τοὺς ἄβατους βράχους καὶ τὰ ἄντρα, καὶ τῆς εἶχε διηγηθῆ δι᾿ ἕνα ἕκαστον τῶν τόπων ἐκείνων ἀνὰ μίαν ἱστορίαν, φανταστικὴν ἢ ἀληθῆ. Εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, ὅταν τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν «ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν «ἐνεκροβλόγησαν» κατὰ τὴ συνήθη φρασεολογίαν τῆς μητρός της, τῆς εἶχαν δώσει ἀκόμα καὶ τὴν προῖκα της. Τὸ σπίτι, στὸ Κάστρο τὸ ἔρημο, καὶ τὸ χωράφι στὸ Μποστάνι, στὸν ἀπάτητον κρημνόν. Ὕστερον, ὅταν αὐτὴ ἐνοικοκυρεύθη, κ᾿ ἔμαθε πολλά, κ᾿ ἐπρόκοψεν εἰς γυναικείαν σοφίαν, κ᾿ ἐσυνήθισε νὰ θηρεύῃ τὰ βότανα καὶ τὰ τρίφυλλα καὶ τὰς δρακοντιᾶς εἰς τοὺς λόγγους καὶ τὰ βουνά, πολὺ συχνὰ εἶχεν ἐπισκεφθῆ τὰ μέρη ἐκεῖνα, χάριν τῶν ἐρευνῶν της.

Ἐκεῖ λοιπὸν ἐπήγαινε καὶ τώρα, ἂν ἔδιδεν ὁ Θεὸς νὰ φθάση ἀσφαλῶς, ἀλλ᾿ εἰς ποίαν δεινοτάτην περίστασιν. Καὶ ποία ἄρα θὰ ἦτον ἡ τύχη της ἀπὸ τοῦδε; Μόνος ὁ θεὸς τὸ ἤξευρε.