– Ἀλήθεια; Ὤ, ἁμαρτίες!… Καὶ πότε ἔγινε αὐτό;

– Προχτὲς τὸ βράδυ, τὴν νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, θεία-Γιαννοῦ! Ὄξου ἀπὸ λόου σου, να᾿ χῶ τὸ συμπάθειο… Ντούρμα βγῆκε ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ καλύβι, κ᾿ ἐγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη… Κοπιάζεις ὡς τὸ καλύβι μπάριμ, τώρα ἐδῶ ποὺ σ᾿ ἐσταύρωσα, κυρά-Γιαννοῦ μ! Μονάχα νὰ τὴν θωρήσης, ν᾿ ἀγροικήσης σὲ τί χάλι βρίσκεται… Ἐλμπέτ, καλὸ θὰ τῆς κάμης· μὲ τὰ γιατρικά σου, θὰ διώξης κάθε ἐνάντιο, ἕνα κ᾿ ἕνα!

– Καὶ πῶς τῆς ᾖρθε αὐτό; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ.

– Ποιὸς ξέρει τί ἁμαρτίες, κυρά-Γιαννοῦ μ᾿. Ὁ Γεραμπὴς τὸ ξέρει.

Ἡ Χαδούλα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν. Εἶτα εἶπε:

– Καλά· θὰ πάω ἀποκεῖ, τώρα-τώρα.

– Νά ῾χης πολλὴ ζωὴ καὶ καλὴ ψυχή, θεία-Γιαννοῦ! εἶπεν ὁ Καμπαναχμάκης. Ὁ Γεραμπῆς σ᾿ ἔστειλε.

Ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη ὁ Καμπαναχμάκης, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐσκέφθη ὅτι θὰ εἶχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διὰ τὴν ἑπομένην νύχτα καὶ ὅτι τὸ καλύτερον θὰ ἦτο νὰ κρυφθῆ τὴν ἡμέραν εἰς καμμίαν λόχμην ἢ εἰς καμμίαν σπηλιάν, ὅπου οἱ χωροφύλακες ἀδύνατον θὰ ἦτο νὰ τὴν εὕρωσι.

Ἐπῆρε τὸν κατήφορον, κατῆλθεν εἰς τῆς Ἀγαλλιανοῦς τὸ ρέμα. Ἐστάθη νὰ πίῃ νερὸν εἰς μίαν βρύσιν. Ἐκεῖ συνήντησεν ἕνα γέροντα μοναχόν, τὸν πάτερ Ἰωάσαφ, κηπουρὸν τοῦ μοναστηρίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ ὁποῖον διέγραφε πρὸς τὰ ἄνω τὴν σεμνὴν κατατομήν του, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ρέματος.