Καὶ δι᾿ ὃλ᾿ αὐτὰ τὰ θυγάτρια νὰ μέλλῃ νὰ ὑποφέρῃ ἡ μήτηρ των τόσα – κι ἄλλα τόσα – κι ἄλλα τόσα, ἀπὸ ὅσα ἔχει ὑποφέρει ἡ μάννα της δι᾿ αὐτήν.

Ἔμεινεν ἡ καημένη, ἡ ἀνδροκόρη, ἡ Ἀμέρσα, ἀνύπανδρη (ἂς ἔχῃ τὴν εὐχήν της). Εἶδε τὴν γλύκα. Τῷ ὄντι, φρόνιμη νέα. Τί θ᾿ ἀπήλαυεν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου; Καὶ οὔτ᾿ ἐζήλευε κἄν! Τί νὰ ζηλέψη; Ἔβλεπε τὴν μεγάλην ἀδελφήν της καὶ τὴν ἐλυπεῖτο – τὴν ἐκαίετο.

Ὅσον διὰ τὴν μικρὰν, τὴν Κρινιώ, ἄμποτε κι αὐτὴν ὁ Θεὸς νὰ τὴν φωτίση! Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἡ μάννα της δὲν ἔχει σκοπὸν – δὲν βαστᾷ πλέον, δὲν ἀντέχει – νὰ ὑποφέρῃ διὰ νὰ τὴν ὑπανδρεύση καὶ τὸ πολλοστημόριον ὅσων διὰ τὴν μεγάλην ἀδελφήν της ὑπέφερε. Ἀλλὰ σᾶς ἐρωτῶ, ἔπρεπε πράγματι νὰ γεννῶνται τόσα κοράσια; Καὶ ἂν γεννῶνται, ἀξίζει τὸν κόπον ν᾿ ἀνατρέφωνται; «Δὲν εἶναι», ἔλεγεν ἡ Φραγκογιαννοῦ, «δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι βράχος;» Καλύτερα «νὰ μὴ σῴνουν νὰ πᾶνε παραπάνω». «Σὰ σ᾿ ἀκούω γειτόνισσα!»

Μεγάλην καὶ ἱερὰν ἀνακούφισιν ἠσθάνετο ἡ πολυπαθὴς γυνή, ὅταν συνέβαινε, μετὰ τῆς μικρᾶς πομπῆς τοῦ ἱερέως, προπορευομένου τοῦ Σταυροῦ, ν᾿ ἀκολουθῇ βαστάζουσα εἰς τὰς χεῖρας της ἡ ἰδία, ὡς φιλεύσπλαγχνος καὶ συμπονετικὴ ὁποὺ ἦτον, τὸ ἐν εἴδει λίκνου μικρὸν φέρετρον. Προέπεμπε τὸ θυγάτριον μιᾶς γειτόνισσας, ἢ μακρινῆς συγγενοῦς, μέχρι τοῦ τάφου. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ καταλαμβάνῃ τί ἐμορμύριζεν ὁ ἱερεὺς μασῶν τὰς λέξεις μὲ τοὺς ὀδόντας του. «Οὐδὲν ἐστι πατρὸς συμπαθέστερον, οὐδὲν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον… Πολλάκις γὰρ τοῦ μνήματος ἔμπροσθεν τοὺς μαστοὺς συγκροτοῦσι καὶ λέγουσιν· Ὦ υἱέ μου καὶ τέκνον γλυκύτατον, οὐκ ἀκούεις μητρός σου τί φθέγγεται; Ἰδοὺ καὶ ἡ γαστὴρ ἡ βαστάσασά σε. Ἵνα τί οὐ λαλεῖς ὡς ἐλάλεις ἡμῖν. Ἀλληλούια!» Καὶ πάλιν. «Ὦ τέκνον, τὶς ποτὲ μὴ θρηνήσει βλέπων σου τὸ ἐμφανές, πρόσωπον εὐμάραντον, τὸ πρὶν ὡς ρόδον τερπνόν!»