«Ἂς πάω στὸν μπαχτσὲ τοῦ Γιάννη, νὰ τοῦ γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ἢ κανένα μαροῦλι, νὰ μὲ φιλέψη… Τί θὰ χάσω;»

Συγχρόνως, ἀνεπόλησεν τὴν στιγμὴν ἐκείνη, ὅ,τι πρὸ ἡμερῶν εἶχεν ἀκούσει· ὅτι ἡ γυναῖκα τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ ἦτον ἄρρωστη. Ἠννόει ἂν αὕτη εὑρίσκετο τώρα εἰς τὴν καλύβην τὴν ἐντὸς τοῦ κήπου, παρὰ τὴν εἴσοδον, ἢ ἂν ἐνοσηλεύετο εἰς τὴν πόλιν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ κηπουρὸς ὁ ἴδιος θὰ εὑρίσκετο ἐξ ἅπαντος ἐδῶ, (συνεπέρανεν, ἐπειδὴ ἔβλεπεν μακρόθεν ἀνοικτὴν τὴν θύραν τοῦ περιβόλου) ἐσυλλογίσθη νὰ τοῦ πουλήση δούλευσιν, μὲ τὰ βότανα ποὺ εἶχε στὸ καλαθάκι της, ὑποσχόμενη αὐτῷ «μαντζούνια» πρὸς ἴασιν τῆς γυναικός του. Εἶτα εὐθὺς πάλιν εἶπε καθ᾿ ἑαυτήν:

«Τί δούλεψη νὰ κάμῃ κανεὶς στὴ φτώχεια!… Ἡ μεγαλύτερη καλωσύνη ποὺ μποροῦσε νὰ τοὺς κάμῃ θὰ ἦτον νὰ εἶχε κανεὶς στερφοβότανο νὰ τοὺς δώση. (Θέ μ᾿ σχώρεσέ με!) Ἂς ἦτον καὶ παλληκαροβότανο! ἐπέφερε. Γιατί κάνει ὅλο κοριτσάκια, κι αὐτὴ ἡ φτωχιά!… Θαρρῶ πῶς ἔχει πέντ᾿ ἕξι ὡς τώρα. Δὲν ξέρω ἂν τῆς ἔχῃ πεθάνει κανένα… ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἑφτάψυχα!»