Ἡ Μαροῦσα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν, εἶτα εἶπεν:
– Ἐγὼ ἔχω μεγάλην ὑποχρέωση σὲ λόγου σου, θεία-Χαδούλα… Πῶς νὰ τὸ ξεχάσω!
– Θυμᾶσαι; εἶπεν ἀκουσίως μειδιῶσα ἡ γραῖα.
– Καὶ μπορῶ νὰ τ᾿ ἀστοχήσω;… Ὅ,τι μπορέσω νὰ κάμω, θὰ κάμω γιὰ σένα.
– Ἂς εἶσαι καλά.
– Μοῦ φαίνεται πῶς τὸ καλύτερο εἶναι νὰ σὲ κρύψω ἐδῶ τὴ νύχτα, τώρα, πρὶν ἔλθη ὁ ἀφέντης μου.
– Ποῦ;
– Κάτω, στὸ μικρὸ κατωγάκι, στὸ σοφά… ξέρεις;
– Ἄ! εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ, ὡς νὰ τῆς ᾖλθε μία ἀνάμνησις.
– Καὶ τὰ μεσάνυκτα, σὰν λαλήσει τ᾿ ἀρνίθι…
– Ε;…
– Κοντὰ νὰ φέξη, ὅ,τι ὥρα νοιώσεις…
– Καλά!
– Ἂν θέλῃς, σηκώνεσαι, καὶ πᾶς στὸ καλό, ὅπου σὲ φωτίση ὁ Θεός.
– Ἂς εἶναι! εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ἡ γραῖα.
– Τὴν ἄλλη νύχτα πάλι, ἀνίσως καὶ δὲν εὕρης ἄλλο καταφύγιο εἰς μέρος πλιὸ κρυφό, καὶ πλιὸ σίγουρο, ἔρχεσαι, καὶ μοῦ ρίχνεις ἕνα πετραδάκι σ᾿ αὐτὸ τὸ παράθυρο, ἢ στὸ μικρὸ μπαλκονάκι κατὰ τὸ γιαλό, κατεβαίνω, σοῦ ἀνοίγω, καὶ σὲ κρύφτω πάλι στὸ κατωγάκι.
– Καλά!… Μά, γιὰ κοίταξε, ἔφυγε ὁ Κυριάκος;
Ἡ Μαροῦσα ἐπῆγε πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸ παράθυρον πρὸς τὸν δρόμον, ἀργοπόρησεν ὀλίγον, ἴσως διότι εἶχε σκοτεινιάσει πλέον καὶ δὲν διέκρινε καλῶς ἔξω, καὶ ἐπανῆλθε.
– Δὲν ἔφυγαν… ἐκεῖ εἶναι κ᾿ οἱ τρεῖς.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170