– Δὲν μπορεῖ κανεὶς μοναχός του, τὸ ἔρμο!… Πρέπει νά ῾χη τέσσερα χέρια! ἐπρόσθεσεν ὡς αὐτοδικαιολογούμενος.

Ἡ γραῖα ἐξῆλθε τρέχουσα. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔμεινε μόνη, μὲ τὴν λεχὼ καὶ τὸ βρέφος.

Ἡ νεαρὰ γυνὴ εἶχε λαγοκοιμηθῆ πάλιν, καὶ δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ καλῶς τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της. Μετ᾿ ὀλίγας στιγμᾶς ἐξύπνησε καὶ εἶπε:

– Ποῦ πάει ἡ μάννα, θὰ πῶ;

Ἡ Φραγκογιαννοῦ, φρονοῦσα ὅτι τὸ καλύτερον ἦτον ἡ λεχῶνα νὰ κοιμᾶται γιὰ νὰ ἡσυχάζῃ, καὶ γνωρίζουσα ὅτι ἡ ἀπόκρισις ἡ διδομένη εἰς τοὺς πυρέσσοντας καὶ εἰς τοὺς ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ παριμιλούντας βλάπτει μᾶλλον ἢ ὠφελεῖ, δὲν ἀπήντησε τίποτε. Ἡ λεχῶ εὐθὺς καὶ πάλιν ἀπεκοιμήθη.

Τὸ θυγάτριον ἐκ νέου ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζῃ πολὺ τρυφερὰ καὶ παραπονετικά, μέχρις ὀχληρότητος. Ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἥτις εἶχε λησμονήσει ὅλας τὰς τύψεις, τὰς ὁποίας εἶχεν αἰσθανθῆ ἀλγεινῶς ὑπὸ τὰς μελανὰς πτέρυγας τῶν ὀνείρων της, καὶ ἐσπαράσσετο καὶ πάλιν ἀπὸ τοὺς ὄνυχας τῆς πραγματικότητας, ἄρχισε νὰ σκέπτεται μέσα της:

– Ἄχ! δίκιο ἔχει, ὁ καημένος, ὁ Λυρίγκος… «Ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο, ὅλο κοριτσούδια!»… Καὶ τί ξαλάφρωμα θὰ ἦτον τώρα γι᾿ αὐτόν, γιὰ τὴν ἄμοιρη τὴ γυναῖκα του, νὰ τοῦ τὸ ῾παιρνε τώρα, ὁ Μεγαλοδύναμος!… αὐτὸ κἂν ποὺ ῾ναι μικρό, καὶ δὲν ἔχει ν᾿ ἀφήση μεγάλον καημὸ πίσω του!