Δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῆ, καὶ ἔπνιξεν εἰς τὰ στήθη τῆς βαθὺν λυγμόν.
– Τί ἔχεις, μάννα;
Καὶ ἡ λεχὼ ἐπήδησε κάτω ἀπὸ τὴν χαμηλὴν κλίνην.
– Δὲν εἶναι καλὰ τὸ παιδί;
Φωναὶ καὶ σπαραγμὸς καὶ κλαύματα ἠκούσθησαν. Ἡ μήτηρ εὕρισκε τὸ θυγάτριόν της νεκρὸν ἐντὸς τοῦ λίκνου.
Ἀπὸ τὸν θόρυβον, ἐξύπνησεν εἰς τὸ διπλανὸν χώρισμα ὁ Κωνσταντῆς, ὅστις εἶχε χορτάσει καλὰ τὸν ὕπνον.
– Τ᾿ εἶναι; ἔκραξε τρίβων τοὺς ὀφθαλμούς.
Ἐχασμήθη, ἐτανύσθη, ἐτινάχθη, κ᾿ ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου.
– Βρέ! τί κάνετε σεῖς;… Θὰ σηκώσετε τὸν κόσμο στὸ ποδάρι…Μήγαρίς μας ἀφήνετε, μπάρεμ, νὰ πάρουμ᾿ ἕνα ὕπνο ἀπ᾿ τὶς φωνές σας;
Κανεὶς δὲν ἀπήντησεν εἰς τὰς διαμαρτυρίας τοῦ Κωνσταντῆ. Ἡ σύζυγός του ἔκυπτε, πνίγουσα τοὺς λυγμούς της, ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἡ πενθερά του ἐκάθητο, συνάπτουσα τὰς χεῖρας, αἰνιγματώδης, σφίγγουσα τοὺς ὀδόντας, μὲ ἀπλανὲς τὸ βλέμμα. Μετὰ τὸν πρώτον ἀκούσιον λυγμόν της, δὲν εἶχεν ἐκβάλει πλέον ἄλλην φωνήν.
– Τί! …πέθανε τὸ παιδί; Βρέ!…ἔκαμεν ὁ Κωνσταντής, μείνας μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα.
Εἶτα προσέθηκε:
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151152153154155156157158159160161162163164165166167168169170