Βεβαίως ἡ γραῖα, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, κάτι θὰ εἶχεν ἀκούσει εἰς βάρος της ἀπὸ χωροφύλακες ἢ ἀπὸ τρίτους, ἀλλὰ τί μ᾿ αὐτό;

Δὲν θὰ εἶχε τόσην κακίαν οὔτε τόσον θάρρος, ὥστε νὰ τὴν προδώση. Ἄλλως, αὐτὴ ὡς κυρίαν πρόφασιν, διὰ νὰ εἰσέλθη θὰ προέταττεν ὅτι ᾖλθε νὰ ζήτηση τὸ λησμονημένον καλάθι της.

Ἐκρύωνε πολὺ ἀπὸ τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, καὶ εἶχεν ἀνάγκη νὰ στεγασθῆ πουθενά, πρὸς ὥραν. Δὲν ἐδίστασε πλέον. Διέβη τὸν ζυγόν, τὸν ἐνούντα τὰς δυὸ ράχεις, ἐπὶ τῆς μεσημβρινωτέρας τῶν ὁποίων ἦτο ἡ μάνδρα, ἐπὶ δὲ τῆς βορειοτέρας ἡ οἰκία τοῦ Λυρίγκου, κ᾿ ἔφθασεν εἰς τὸ καλύβι.

Ἔκρουσε τὴν θύραν. Ἡ γραῖα ἐκοιμάτο, ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ ἐξυπνήσῃ, κ᾿ ἐλθοῦσα ἤνοιξε τὴν θύραν, χωρίς, αὐτὴν τὴν φορὰν, νὰ ἐρώτηση τὶς εἶναι, ἴσως διότι ἦτο μισοκοιμισμένη κ᾿ ἐνήργει ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ μηχανικῶς, ἢ εἶχε τὴν ἐντύπωσιν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νὰ εἶναι εἰμὴ ὁ γαμβρός της. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη.

– Τὸ κοφίνι μ᾿ πλιό, ξέχασα ἀπ᾿ τὴ βιά μου, ἐψές, εἶπε. Τὸ εἶδες; Εἶναι πουθενά; Ποῦ τό ῾χεις;

Ἡ χωρικὴ γραῖα ἐστάθη καὶ τὴν ἐκοίταξε. Τώρα μόνον ἐφάνη νὰ ἐξύπνησεν ἐντελῶς, καὶ ἀναγνωρίσασα αὐτήν.