Εἶτα, νεύουσα πρὸς τὸ μέρος τῆς λεχῶνας, εἶπε σιγὰ εἰς τὴν γραῖαν:

– Μὴν τὴν ξυπνᾷς… Σὰν ξυπνήση, ὕστερα νὰ τὸ πιῆ αὐτό.

Ἡ γυνὴ ἀπήντησε διὰ νεύματος. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐξηκολούθει νὰ φυσᾷ τὸ πῦρ. Ἡ γραῖα, ἐν ἀμηχανίᾳ, ἐπεθύμει νὰ τὴν ἐρώτηση καὶ πάλιν πῶς εὑρέθη ἐκεῖ τοιαύτην ὥραν, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα. Ἡ κόρη της ἔκαμνε κακὴ λεχωσιά, κ᾿ ἐφοβεῖτο μὴν ἐξυπνήση ἔξαφνα καὶ θορυβηθῆ.

Τὸ θυγάτριον, μικρὸν ράκος, δυὸ ἡμερῶν ζωῆς, τὸ ὁποῖον εἶχε ἔλθει κι αὐτὸ εἰς τὸν κόσμον δι᾿ ἁμαρτίας καὶ βάσανα, ἐκοιμᾶτο εἰς τὴν κοιτίδα του, ἀλλ᾿ ἡ ἀναπνοή του ἦτο δύσκολος καὶ ἠκούετο ἐν μέσῳ τῆς σιωπῆς. Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ὅταν τὸ φύσημά του ἐγίνετο ὁπωσοῦν σφοδρότερον, καὶ τὸ βρέφος ἐφαίνετο ἕτοιμον νὰ ξυπνήση καὶ νὰ φωνάξη, ἡ μαμμὴ τὸ ἐνανούριζε δι᾿ ἑνὸς μονοσυλλάβου, «Κοί, κοί, κοί, κοί!», ἐφαίνετο δὲ τῷ ὄντι ἡ συλλαβὴ αὕτη (ἥτις φαίνεται νὰ εἶναι ἡ πρώτη συλλαβὴ τοῦ «κοιμήσου!», ἢ αὐτὴ ἡ ρίζα τοῦ «κεῖμαι»), ἐφαίνετο, λέγω, πολλάκις ἐπαναλαμβανομένη, νὰ ἐξασκῇ παράδοξον ὑποβολὴν καὶ γοητείαν.

Ἡ ὥρα παρήρχετο. Εἶχον λαλήσει ἤδη δυὸ φόρας τὰ ὀρνίθια. Ἡ Πούλια εἶχεν ὑπερβῇ πρὸ πολλοῦ τὸ μεσουράνημα. Ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν κορυφὴν τῆς ράχης, ὅπου ἦσαν ἄλλα καλύβια κατοικούμενα ἀπὸ τὰς οἰκογενείας βοσκῶν, ἠκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εἰς ταῦτα ἀπήντησεν εὐθὺς τὸ λάλημα τῶν πετεινῶν ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνα τοῦ καλυβιοῦ τοῦ Λυρίγκου.