– Γιάννη!… Γιάννη!

Ἡ κραυγὴ ἀντήχησεν ἀνὰ τὴν κοιλάδα. Ἀλλ᾿ ὁ Γιάννης δὲν ἐφαίνετο. Ἡ Γιαννοῦ ἔδεσε τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς, κ᾿ ἐπροσπάθει νὰ τὴν κρέμαση, συγχρόνως δὲ ἐπανέλαβε τὴν κραυγήν της:

– Γιάννη!.. Ποῦ εἶσαι;… Ἔλα!…Τὰ κορίτσια πέσανε μὲς στὴν στέρνα!…

«Καλύτερα, ποὺ ἀργεῖ», ἔλεγε μέσα της.

– Δὲν ἀκούει, θὰ πῶ, αὐτὸς ὁ χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στὴ δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλιά… Γιάννη! Γιάννη!…

Συγχρόνως συνησθάνθη ὅτι σχεδὸν ἐπροδίδετο, καθότι ἡ γυνὴ ρητῶς δὲν τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι ὁ Γιάννης εἰργάζετο στὸ χωράφι, ἀλλὰ μόνον ἡ ἰδία τὸν εἶχεν ἰδεῖ, καὶ ἂν τῆς τὸ εἶπε τις, ἡ πνιγεῖσα παιδίσκη τῆς τὸ εἶπεν. Ὅθεν ἐπέφερε:

– Μὰ ποῦ εἶναι;… Στὸ χωράφι, εἶπες; Καὶ τί κάνει;… Ποιὸς νὰ τρέξη, χριστιανή μου, ὡς ἐκεῖ… Σὺ εἶσαι ἄρρωστη γυναῖκα… Γιάννη!… Ποῦ εἶσαι, Γιάννη;

Τέλος ἠκούσθη φωνή, πέραν τοῦ ἀκρινοῦ φράκτου, ἀπὸ τὴν ἐσχατιὰν ἐρχόμενη.

– Τί εἶναι;… Ποιὸς φωνάζει;

– Τρέξε, Γιάννη!… Τὰ κορίτσια πνιγήκανε! ἔκραξε μὲ μέγαν κόπον ἡ ἄρρωστη γυνή.

Μετὰ ἓν λεπτὸν ἔφθασε τρέχων ὁ Γιάννης.