Εἰσῆλθεν εἰς τὸν ἔρημον ναΐσκον, ἄναψεν ἓν κηρίον, τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸ καλάθι της μαζὶ μὲ ὀλίγα πυρεῖα, κ᾿ ἔκαμε τρεῖς στρωτᾶς γονυκλισίας ἐμπρὸς εἰς τὴν τοιχογραφίαν τὴν ἡμιεφθαρμένην. Εἶτα, ἀνακυκλοῦσα εἰς τὸν νοῦν τὴν ἔμμονον ἰδέαν, ἥτις τῆς εἶχε κολλήσει, χωρὶς νὰ τὴν ἐκφράζῃ μεγαλοφώνως, εἶπε μὲ φωνήν, τὴν ὁποίαν θὰ ἠδύνατο ν᾿ ἀκούση τις, ἂν παρίστατο μάρτυς τῆς σκηνῆς ἐκείνης: «Ἂν ἔκαμα καλά, Ἅη-Γιάννη μου, νὰ μοῦ δώσης σημεῖο σήμερα… νὰ κάμω μία καλὴ πράξη, ἕνα ψυχικό, γιὰ νὰ γαληνιάσ᾿ ἡ ψυχή μου κ᾿ ἡ καρδούλα μου!…»

Θ´

Ἀφοῦ εἶχε γεμίσει τὸ καλάθι της, καὶ ὁ ἥλιος ἔκλινε πολὺ χαμηλά, καθὼς ἐξῆλθε τοῦ ἐρήμου ναΐσκου, ἡ γραῖα Χαδούλα ἐκίνησε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πολίχνην. Κατῆλθε πάλιν τὸ ρέμα-ρέμα εἰς τὰ ὀπίσω, ἐστράφη δεξιά, ἄρχισε ν᾿ ἀνηφορίζῃ πρὸς τὸν λόφον τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει. Μόνον πρὶν φθάση ἀκόμη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, ἐφ᾿ οὗ ἵσταται τὸ παρεκκλήσιον, καὶ ὁπόθεν ἀνοίγεται μεγάλη θέα πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν, εἶδεν ἐκεῖ δεξιά της χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος μικρᾶς κοιλάδος, ἥτις καλεῖται τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τέμνει κατ᾿ ἀμβλεῖαν γωνίαν τὴν ἄλλην βαθεῖαν κοιλάδα τοῦ Ἀχειλᾶ, τὸν εὐρὺν καὶ καλῶς καλλιεργημένον κῆπον τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, καὶ εἶπε μέσα της: