Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοῦ κ᾿ ἐστάθη. Ἤρχετο ἀπὸ τὸ καλύβι κ᾿ ἐπήγαινεν εἰς τὸ μανδρί του. Ὑψηλός, μελαψός, ἰσχνός, εὐρύστερνος, τὴν κόμην καὶ τὸ γένειον μὲ χρῶμα ἀχύρου καψαλισμένου, κρατῶν τὴν ράβδον του τὴν κυρτήν, ὑψηλὴν ἴσα μὲ τὸ μπόι του, ἐστάθη ἐνώπιον τῆς Φραγκογιαννοῦς. Ὁ ἄνθρωπος ἐφαίνετο νὰ εὑρίσκεται εἰς μεγάλην θλίψην καὶ ἀδημονίαν.

– Ἅ! πούθε αὐτὸ τὸ καλό! εἶπε μὲ τὴν φωνήν του τὴν δυσδιάκριτον καὶ τραχείαν, σφίγγων τοὺς ὀδόντας ἐνῷ ὠμίλει. Τομ᾿ σ᾿ ἀγροίκησα, ταμὰμ σὲ προσήφερα, κυρά-Γιαννοῦ… Ὁ Γεραμπὴς σὲ στέλνει!

– Τί λές, γυιέ μου; εἶπε μὲ τὸ ὑποκριτικὸν ἦθος της ἡ Χαδούλα.

– Καλὰ ποὺ σ᾿ ἐσταύρωσα! Εἶπα, αὐτήνη εἶναι κείν᾿ ἡ καλὴ γυναῖκα κάτ᾿ ἀπ᾿ τὴ χώρα ποὺ γρουνίζει τὰ γιατρικὰ καὶ διώχνει κάθε γρουσουζιὰ ἀλάργα! Τομ᾿ σ᾿ ἀπείκασα, μονοκοπανιᾶς σ᾿ ἐγρούνισα!… Μὰ δὲ ξέρ᾿ς τίποτε, κυρά-Γιαννοῦ μ᾿;

– Τί τρέχει, παιδί μου;

– Μεγάλο ζαράρι μ᾿ εὑρῆκε νά ῾χω τὸ συμπάθειο, θεία-Γιαννοῦ! Τρανό, ἄτυχο ντέρτι! Ἡ φαμιλιὰ μ᾿, ὄξ᾿ ἀπὸ λόου σου, βγῆκε τὴν νύχτα πρὸς νεροῦ της, ὄξ ἀπ᾿ τὸ καλύβι, κυρά-Γιαννοῦ μ᾿, κ᾿ ἐγύρισε πίσω κακὰ κι ἀδέξια… Ντούρμα βγῆκε, κ᾿ ἐγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, ἀγρούνιστη… Χτυπήθηκε, μακριὰ ἀπὸ λόγου σου… Ἡ γλῶσσα της κρεμασμένη, ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ σιαγόνι της, τὴ λαλιά της τὴν ἔχασε, τὴν ηὖρε κακὴ θερμασιὰ καὶ κρυάδα κι ἀσπασμοί. Κείτεται στὸ στρῶμα μισοπεθαμένη!