Ἐκεῖ ὅπου εἶχεν ἀναβῇ ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἦτο τὸ βουνὸν τοῦ Κουρούπη, βορεινόν, βραχῶδες, ἀπάτητον, καὶ τοὺς πόδας του ἐφίλει καὶ ἔπληττε τὸ κῦμα τοῦ πελάγους. Ἡ θέα ἠνοίγετο πρὸς τὴν ἀκτὴν τῆς Μακεδονίας, τὴν Χαλκιδικήν, καὶ τὸν μέγαν Ἄθωνα.

Ἡ θέσις ὅπου ἔφθασεν ἡ καταδιωκομένη γυνὴ ἐκαλεῖτο τὸ Κοχύλι. Ἀνθρώπινος ποῦς σπανίως ἐπάτει ἐκεῖ. Μόνον ὅταν ἀπεπλανάτο ἢ «ἐβραχώνετο» καμμία γίδα, τότε κανεὶς βοσκὸς ἐρριψοκινδύνευε ν᾿ ἀνέλθη πρὸς τὴν ἄβατον ἐκείνην σκοπιάν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀνεκάλυψε μικρὸν σπήλαιον, ὅλον ἀνοικτὸν εἰς τὴν θέαν τοῦ πελάγους, τὸ ὁποῖον ἦτο τὸ κυρίως Κοχύλι, κ᾿ ἐκάθισεν ἀνέτως εἰς τὴν χιβάδα ἐκείνην. Ἦτο σχεδὸν βεβαία ὅτι οἱ διώκται της δὲν θὰ τὴν ἔφθανον ἐκεῖ. Ἐὰν τυχὸν κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦτο τόσον «μάννας γυιός», ὥστε ν᾿ ἀποφασίση καὶ νὰ κατορθώση ν᾿ ἀναρριχηθῆ εἰς τὸν βράχον, αὐτὴ εἶχεν ἑτοίμην καὶ τὴν «ὑποχώρησιν». Ἐγνώριζεν ἓν ἄλλο μονοπάτι, ἔσωθεν τῆς διπλῆς κορυφῆς τοῦ πετρώδους βουνοῦ, σχίζον εἰς δυὸ τὰς συστάδας τῶν βράχων, τὸ ὁποῖον, γνωστὸν εἰς μόνους τους αἰγοβοσκοὺς τῶν μερῶν τούτων, ἔφερε κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὰς μάνδρας καὶ τὰς κατοικίας των.