– Ἀπ᾿ τὴν κακία, ἀπ᾿ τὴν κακογλωσσιά, ἀπ᾿ τὸ φθόνο, δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσῃ ἕνας ἄνθρωπος.

– «Καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει», ἐπέρανεν ὁ πάτερ Ἰωάσαφ.

Εἶτα ἀφοῦ ἐγέμισε τὸ σταμνὶ τοῦ εἶπε:

– Ἂν περάσης ἀπὸ τοὺς κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με νὰ σὲ φιλέψω κανένα μαροῦλι κι ὀλίγα κουκιά.

Καὶ ἀπεμακρύνθη.

Τὴν ἑσπέραν ἡ Φραγκογιαννοῦ εὑρίσκετο εἰς τὴν Πέρα-Ράχην, εἰς τὸ καλύβι τοῦ Καμπαναχμάκη. Ἡ σύζυγος τοῦ βοσκοῦ, γυνὴ πλέον ἢ τριάκοντα ἐτῶν καὶ μήτηρ πέντε τέκνων, ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης. Ἦτο εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. Τὸ μοῦτρο της εἶχε στραβώσει ἀπὸ τὴν νευρικὴν προσβολήν, ἡ γλῶσσα της ἐκρέματο ἔξω τοῦ στόματος, κ᾿ ἐξέπεμπεν ἀνάρθρους φωνᾶς.

– Πῶς σοῦ ᾖρθε αὐτό; τὴν ἠρώτησε διὰ νεύματος μᾶλλον ἢ διὰ τῆς φωνῆς ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἡ πάσχουσα ἀπήντησε διὰ γρυλισμοῦ οὐδὲν τὸ ἀνθρώπινον ἔχοντος.

Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐκάθισε παρὰ τὴν ἑστίαν, καὶ ἠσχολεῖτο νὰ βράση βότανα διὰ τὴν πάσχουσαν. Δὲν εἶχε πλέον τὸ καλάθι της, ἀλλὰ εἶχε γεμίσει τοὺς κόλπους της ἀπὸ διάφορα μικροσκοπικὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα εἶχε συλλέξει τὴν ἡμέραν κάτω εἰς τὰ ρέματα τῶν κοιλάδων.