– Δῶ εἶσαι, κυρά-Γιαννοῦ! εἶπεν ἐν ἄκρᾳ ταραχή. Σήκου! Νὰ φύγης! νὰ κρυφτῆς!

– Τί τρέχει; εἶπεν ἡ γραῖα, προσπαθοῦσα νὰ φανῆ ἀτάραχος.

– Οἱ ταχτικοί σε χαλεύουν; Τί ζαρὰρ ἔκαμες χριστιανή; Τρέχουν οἱ ταχτικοὶ γυρεύοντάς σε. Σήκου, τρέχα! νὰ κρυφτῆς πουθενὰ μπάριμ! Σὲ λυποῦμαι, καημένη! Τί κρῖμα ἔκαμες;

– Ἐγώ; κρίματα πολλά… Μὰ δὲν ξέρω, γιατί νὰ μὲ γυρεύουν οἱ ταχτικοί, ποῦ μοῦ λές;

– Τρέχα, κατὰ δῶ ἔρχονται τώρα. Δὲ γρουνίζω πῶς σ᾿ ἀγροίκησαν πῶς τὰ πρύμισες κατὰ δῶ, θὰ ῾ρθουν τώρα νὰ χαλέψουν. Ὅπου κι ἂν εἶναι, πλάκωσαν! Ἀκοῦς! κάτου, στὴ Σκοτ᾿νὴ Σπ᾿λιά, στὸ Κακόρρεμα, κατακεῖ νὰ πάρης τὸ φύσημά σου! Στὸ κλῆμα στὸ Μονοπάτι, στοῦ Π᾿λιοῦ τῇ Βρύσῃ, ἐκεῖ νὰ σὲ πάρουν στὸ κοντό, δὲν μποροῦν νὰ σὲ πιάσ᾿ν! Ἀποκεῖ μπορεῖς νὰ κατεβῇς στὸ Γέροντα, στὸ Ἐρμητήριο, νὰ ξαγορευθῆς, τὰ κρίματα σ᾿, καημένη. Τρέχα!…

Ἔτρεξεν ἡ ἀθλία ἀλλὰ δὲν ἠσθήνετο πλέον δυνάμεις ἀκμαίας. Ἡ ἀϋπνία τῶν περασμένων νυκτῶν, ἡ κακοπάθεια, αἱ συγκινήσεις τὴν εἶχον καταβάλει. Τὰ μέρη, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὀνομάσει ὁ Καμπαναχμάκης, ἀπεῖχον πολύ, δὲν ἠδύνατο δὲ νὰ ὁδοιπορήση πρὸς τὰ ἐκεῖ εἰς τὴν ἀσέληνον νύκτα.