Ἡ Γιαννοῦ ἔβγαλε τὸ χράμι τὸ μάλλινον, τὸ διπλωμένον εἰς πολλὰς πτυχᾶς, ἀπὸ τὸ καλάθι της, τὸ ἐξεδίπλωσεν, ἐτυλίχθη μ᾿ αὐτό, κ᾿ ἔκλινε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ γηραιοῦ πλατάνου. Ἀπεκοιμήθη.

Τῆς ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον της ὅτι ἦτον νέα ἀκόμα· ὅτι ὁ πατήρ της καὶ ἡ μάννα τῆς τὴν ὑπάνδρευον, ὅπως τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει καὶ τὴν εἶχαν «νεκροβλοήσει» τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, καὶ τὴν ἐπροίκιζαν, δίδοντες αὐτῇ καὶ τὸν κῆπον τὸν πατρῷον, ὅπου αὐτὴ ἐσκάλιζε κ᾿ ἐπότιζε τὰ κουκιὰ καὶ τὰ λάχανα, ὅταν ἦτον μικρή· καὶ ὁ πατήρ της τὴν ἐφίλευε τάχα, διὰ τὸν κόπον της καὶ τῆς ἔδιδε «τέσσερα κεφάλια», κεφάλια ἀπὸ λαχανίδες. Ἡ Χαδούλα μετὰ χαρᾶς ἔλαβε τὰ τέσσερα φυτὰ εἰς τὰς χεῖρας, ἀλλ᾿ ὅταν τὰ ἐκοίταξε, εἶδεν ὢ φρίκη! ὅτι ἦσαν τέσσαρα μικρὰ κεφάλια ἀνθρώπινα νεκρικά…

Ἀνεταράχθη, ἐσκίρτησεν, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ!…» Πάλιν ἀπεκοιμήθη. Ὠνειρεύθη ὅτι ἡ μητέρα της τὴν συνελάμβανεν ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ ἐρευνῶσαν νὰ εὕρη τὸ κομπόδεμα, κάτω εἰς τὸ ἰσόγειον, ἀνάμεσα εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰ πιθάρια καὶ τὸν σωρὸν τῶν καυσοξύλων· ὡς τὴν εἶδεν, ἐμειδίασε πικρῶς, τὸ σύνηθες μειδίαμά της, καὶ διὰ νὰ τὴν ἐβγάλη τάχα ἀπὸ τὸν κόπον, ἐπῆρε μοναχή της τὸ κομπόδεμα, ἔβγαλε καὶ τῆς ἐχάρισεν ἀπὸ τὰ τόσα τάλληρα, τὰ σκυλοδεμένα, τρία γερμανικὰ τάλληρα, τρεῖς ρηγίνες, ἀπ᾿ ἐκείνας ποὺ εἶχαν καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπάνω, μὲ τὴν ἐπιγραφὴν «Patrona Bavariae». Ἡ Φραγκογιαννοῦ, μετὰ χαρᾶς μεμειγμένης μ᾿ ἐντροπήν, ἐπῆρε τὰ τρία νομίσματα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς μητρός της, πλὴν ὅταν τὰ ἐκοίταξεν, εἶδεν ὅτι τὰ τρία ἐκεῖνα νομίσματα, μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔφερον ἐπάνω, ἦσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, μὲ σβησμένα ματάκια… Ὤ! τρόμος! προσωπάκια μικρῶν κορασίδων!