Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μία μικρὰ ἀπορία· ποὺ εὑρίσκοντο τ᾿ ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου, τὰ μεγαλύτερα. Τότε ἐνθυμήθη ὅτι πρὶν ν᾿ ἀναβῇ εἰς τὸ καλύβι, ὅπου εὑρίσκετο τώρα, τὸ ὁποῖον ἦτο χαμηλὸν ἀνώγειον, ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς ἄλλου μικροτέρου καλυβίου, τὸ ὁποῖον ἦτο χαμόγειον, καὶ ἦτο κτισμένον δίπλα, κολλητά με τὸ πρώτον. Ἦτο τὸ μικρὸν καλυβάκι τῆς γραίας, τῆς πενθερᾶς τοῦ Λυρίγκου, κ᾿ ἐκεῖ μέσα της εἶχε φανῆ ὅτι ἤκουεν ἀναπνοᾶς κοιμωμένων, ρογχαλίσματα. Ἐκεῖ βέβαια θὰ ἐκοιμῶντο, μαζὶ μὲ τὴν μικρὰν θείαν τους τὴν ἄγαμον, τὰ ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου.

Ὡς ἐν ἀλλοφροσύνῃ καὶ ἐν πλάνῃ ὀνείρου, ἔτεινε τὴν χεῖρα πρὸς τὸ λίκνον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὠλόλυζε τὸ μικρόν… Ἔκαμε χειρονομίαν ὡς διὰ νὰ σχηματίση τοὺς δακτύλους της εἰς διλαβίδα, εἰς ἁρπάγην καὶ στραγγαλιάν. Ἠσθάνετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀγρίαν χαρὰν νὰ πνίξη τὸ μικρὸν θυγάτριον… Τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι ἦτο ἀβάπτιστον, καὶ ἂν τὸ ἔπνιγε, θὰ εἶχε διπλὴν ἁμαρτίαν… Ἡ σκέψις αὕτη ἐπὶ μίαν στιγμὴν τὴν ἀνεχαίτισεν, ἀλλ᾿ ὅμως ἀπεφάσισε νὰ ὑπερπηδήση τὸν φραγμὸν τοῦτον… Παρὰ ἕνα δάκτυλον, ἡ χείρ της ἔψαυε τὸν λαιμὸν τοῦ μικροῦ πλάσματος…