– Σκάσε, μωρή! ἔγρυξεν ὁ Μοῦρτος. Τί λογιάζεις; Τί γλέπεις καὶ γελᾷς;

Ὁ Μοῦρτος, ἐν τῇ μέθῃ του, εἶχεν ἐκλάβει ὡς γέλωτα τὴν ἄναρθρον ἐκείνην κραυγὴν τῆς ἀδελφῆς του.

Μετ᾿ ὀλίγα λεπτά, οἱ δυὸ χωροφύλακες, ἀφοῦ ἔρριψαν τελευταῖον βλέμμα πρὸς τὴν κλαβανὴν –τὴν ὁποίαν εἶχον ἰδεῖ νὰ κλείεται ἀκριβῶς καθ᾿ ἣν στιγμὴν εἰσήρχοντο εἰς τὸ ἰσόγειον– ἐξῆλθον. Ἡ Ἀμέρσα ἀνεσηκώθη. Τῆς ἐφάνη ὅτι ἤκουσε τριγμὸν εἰς τὸ κάτω σκαλοπάτι τῆς ἐξωτερικῆς σκάλας, ἥτις ἦτο ξυλίνη, σκεπαστὴ ὑπὸ τὸ εὐρύχωρον χαγιάτι, τὸ ὑπόστεγον. Ἔτρεξε πρὸς τὴν θύραν.

Ἐφαντάσθη ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί», ὅπως τοὺς ὠνόμαζεν, ἀνέβαινον τὴν σκάλαν, καὶ ἴσως θὰ παρεβίαζον καὶ τὴν θύραν τῆς οἰκίας. Ἔκυψεν εἰς τὴν κλειδότρυπαν, κ᾿ ἐπροσπάθει νὰ ἴδῃ κ᾿ ἐννοήσῃ τὰ συμβαίνοντα διὰ τῆς μικρᾶς ὀπῆς, ἐπειδὴ τὸ μόνον παράθυρον τῆς προσόψεως ἦτο κλεισμένον, καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο μέσον διὰ νὰ ἴδῃ.

Ὁ Μοῦρος βλέπων τὴν Ἀμέρσα νὰ τρέχῃ πρὸς τὴν θύραν, ἐφαντάσθη, ἐν τῶν παραλογισμῷ τῆς μέθης του, ὅτι ἡ ἀδελφή του ἤθελε ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς χωροφύλακας. Τότε, τυφλὸς ἐκ μανίας, ἔσυρεν ὄπισθεν, ἀπὸ τὰ νῶτα τῆς ὀσφύος του, τροχισμένην μάχαιραν τὴν ὁποίαν εἶχε, καὶ ὀρμήσας ἐκτύπησε τὴν ἀδελφήν του εἰς τὸ πλευρὸν ὄπισθεν, κατὰ τὴν δεξιὰν μασχάλην.