Ὁ μπάρμπα-Πίπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου του κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁπόταν ἔκαμνε δυὸ ἢ τρεῖς περιπάτους ἀπὸ τῆς μιᾶς πλατείας εἰς τὴν ἄλλην διὰ τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Ὁσάκις ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκον του, μὲ τὸ σάλι του διπλωμένον εἰς ὀκτὼ ἢ δεκαὲξ δίπλας ἐπὶ τοῦ ὤμου, συνήθιζε νὰ κάθηται ἐπὶ τίνας ὥρας εἰς τὸ γειτονικὸν παντοπωλεῖον, ὑποπίνων συνήθως, μετὰ τῶν φίλων, καὶ ἦτο στομύλος καὶ διηγεῖτο πολλὰ κι ἐμειδία πρὸς αὐτούς.

Ὅταν ἐμειδία ὁ μπάρμπα – Πίπης, δὲν ἐμειδίων μόνον αἱ γωνίαι τῶν χειλέων, αἱ παρειαὶ καὶ τὰ οὖλα τῶν ὀδόντων του, ἀλλ᾿ ἐμειδίων οἱ ἱλαροὶ καὶ ἥμεροι ὀφθαλμοί του, ἐμειδία στίλβουσα ἡ σιμὴ καὶ πεπλατυσμένη ρίς του, ὁ μύσταξ του ὁ εὐθυσμένος μὲ λεβάνταν καὶ ὡς διὰ κολλητοῦ κηροῦ λελεπτυσμένος, καὶ τὸ ὑπογένειόν του τὸ λευκὸν καὶ ἐπιμελῶς διατηρούμενον, καὶ σχεδὸν ὁ κοῦκος του ὁ στακτερός, ὁ λοξὸς κι ἐπικλινὴς πρὸς τὸ οὖς, ὅλα παρ᾿ αὐτῷ ἐμειδίων. Εἶχε γνωρίσει πρόσωπα καὶ πράγματα ἐν Κερκύρᾳ, ὅλα τὰ περιέγραφε μετὰ χάριτος εἰς τοὺς φίλους του. Δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ σεμνύνεται διὰ τὴν προτίμησιν, τὴν ὁποίαν εἶχε δείξει ἀείποτε διὰ τὴν Κέρκυραν ὁ βασιλεύς, καὶ ἔζησεν ἀρκετὰ διὰ νὰ ὑπερηφανευθῆ ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ, ἣν ἔκαμε τῆς αὐτῆς νήσου πρὸς διατριβὴν «ἡ ἑφτάκρατορισσα τῆς Ἀούστριας». Ἐνθυμεῖτο ἀμυδρῶς τὸν Μουστοξύδην, μὰ δόττο, δοττίσιμο κὲ ταλέντο! Εἶχε γνωρίσει καλῶς τὸν Μάντζαρον, μὰ γαλαντουόμο! τὸν Κερκύρας Ἀθανάσιον, μὰ μπράβο! τὸν Σιερπιέρρο, κὲ γκρὰν φιλόζοφο! Τὸ τελευταῖον ὄνομα ἔδιδεν εἰς τὸν ἀοίδιμον Βράιλαν, διὰ τὸν τίτλον ὃν τοῦ εἶχαν ἀπονείμει, φαίνεται, οἱ Ἀγγλοι.