Ἐστέλλοντο ἰδίως διὰ νὰ φέρουν τὸν Λυρίγκον (καθὼς καὶ πάντα ἄλλον βοσκόν, τὸν ὁποῖον θὰ ἠξήταζον οἱ ἴδιοι, καὶ ὅστις θὰ ἔλεγε «μπερδεμένα λόγια», ἐφρόντισε νὰ προσθέση ὁ εἰρηνοδίκης), ἀλλὰ πρὸ πάντων διὰ νὰ μυρισθοῦν τὰ ἴχνη τῆς Φραγκογιαννοῦς καὶ κατορθώσουν νὰ τὴν ἀνακαλύψουν. Διὰ τοῦτο εἶχον πληρεξουσιότητα νὰ ψάξουν ὅλα τὰ μανδριὰ καὶ τὶς στάνες, καὶ νὰ ἐξετάσουν ὅλους τους βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ. Ὅθεν, διὰ καλὸν καὶ διὰ κακόν, ἐπῆραν μαζὶ καὶ τὶς κάπες των.

Ὅταν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ ὤθησε τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου, καὶ εἶδε σκότος καὶ σκιὰν μέσα, ἤκουσε τὸν κρότον τοῦ βορεινοῦ παραθύρου ἀνοιγομένου, εἶδεν ἀκτῖνας φωτὸς ἐκεῖθεν νὰ εἰσδύωσι, κ᾿ εὐθὺς ἓν μαῦρον σῶμα νὰ φράττῃ τὰς ἀκτῖνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένον, ἄμορφον, καὶ ἤκουσε τὸν ἀσθενῆ δοῦπον τῆς πτώσεως. Τότε τὸ παράθυρον ἔμεινεν ἀνοικτόν, καὶ εἰς τὰς διπλᾶς διασταυρουμένας ἀκτῖνας τὰς διὰ τῆς θύρας καὶ τοῦ παραθύρου, εἶδε καθαρὰ τὴν γυναῖκα τὴν λεχώ, ἐξαπλωμένην ἐπὶ τῆς κλίνης της.

– Τί τρέχει ἐδῶ; ἐφώναξεν ἔκπληκτος ὁ ἄνθρωπος.