ΑΥΤΟΣ
ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!

ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΩΡΕΣ γύριζαν ὅπως οἱ μέρες
μὲ πλατιὰ μενεξεδένια φύλλα στὸ ρολόι τοῦ κήπου
Δείχτης ἤμουν ἐγὼ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ὁ Ἰούνιος ὁ Ἰούλιος ὁ Αὔγουστος
Ἔδειχνα τὴν ἀνάγκη ποὺ μοῦ ἐρχόταν ἅρμη
καταπρόσωπο Ἔντομα κοριτσιῶν
Μακρινὲς ἀστερόπες τῆς Ἴριδας –
«Ὅλα τοῦτα καιρὸς τῆς ἀθῳότητας
ὁ καιρὸς τοῦ σκύμνου καὶ τοῦ ρόδαμου
ὁ πολὺ πρὶν τὴν ἀνάγκη» μοῦ εἶπε
Καὶ τὸν κίνδυνο ἔσπρωξε μὲ τά ΄να δάχτυλο
Στὴν κορφὴ τοῦ κάβου φόρεσε μελανὸ φρύδι
Ἀπὸ μέρος ἄγνωστο φωσφόρο ἔχυσε
«Γιὰ νὰ βλέπεις, εἶπε, ἀπὸ μέσα
στὸ κορμί σου φλέβες κάλιο, μαγγάνιο
καὶ τ΄ ἀποτιτανωμένα
παλαιὰ κατάλοιπα τοῦ ἔρωτα»
Καὶ πολὺ τότε σφίχτηκε ἡ καρδιά μου
ἦταν τὸ πρῶτο τρίξιμο τοῦ ξύλου μέσα μου
μίας νυχτὸς ποὺ ἐσίμωνε ἴσως
ἡ φωνὴ τοῦ γκιώνη
κάποιου ποὺ εἶχε σκοτωθεῖ
τὸ αἷμα γυρίζοντας πάνω στὸν κόσμο
Εἶδα πέρα, μακριά, στὴν ἄκρα τῆς ψυχῆς μου
μυστικὰ νὰ διαβαίνουνε
φάροι ψηλοὶ ξωμάχοι. Στοὺς γκρεμοὺς τραβερσωμένα κάστρα
Τ΄ ἄστρο τῆς τραμουντάνας. Τὴν ἁγία Μαρίνα14 μὲ τὰ δαιμονικὰ
Καὶ πολὺ πιὸ βαθιὰ πίσω ἀπ΄ τὰ κύματα
στὸ Νησὶ μὲ τοὺς κόλπους τῶν Ἐλαιώνων15
Μία στιγμή μου ἐφάνηκε θωροῦσα Ἐκεῖνον
ποῦ τὸ αἷμα του ἔδωσε γιὰ νὰ σαρκωθῶ
τὸν τραχύ του Ἁγίου16 δρόμο ν΄ ἀνεβαίνει
μία φορὰν ἀκόμη
Μία φορὰν ἀκόμη
στὰ νερὰ τῆς Γέρας ν΄ ἀκουμπὰ τὰ δάχτυλα
καὶ τὰ πέντε ν΄ ἀνάβουνε χωριὰ
ὁ Παπάδος ὁ Πλακάδος ὁ Παλαιόκηπος
ὁ Σκόπελος καὶ ὁ Μέγαρος17
ἐξουσία καὶ κλῆρος τῆς γενιᾶς μου.
«Ἀλλὰ τώρα, εἶπε, ἡ ἄλλη σου ὄψη
ἀνάγκη ν΄ ἀνέβει στὸ φῶς»
καὶ πολὺ πρὶν μὲ τὸ νοῦ μου βάλω
ἢ σημάδι φωτιᾶς ἢ σχῆμα τάφου
Κατὰ κεῖ ποὺ δὲν ἔσωνε κανεὶς νὰ δεῖ
μὲ τὰ χέρια ἐμπρός του
σκύβοντας
τὰ μεγάλα ἑτοίμασε Κενὰ στὴ γῆ
καὶ στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου:
τὸ κενὸ τοῦ Θανάτου γιὰ τὸ βρέφος τὸ ἐρχόμενο
τὸ κενὸ τοῦ φονικοῦ γιὰ τὴ Δίκαια κρίση
τὸ κενὸ τῆς Θυσίας γιὰ τὴν ἴση Ἀνταπόδοση
τὸ κενό της Ψυχῆς γιὰ τὴν Εὐθύνη τοῦ Ἄλλου
Καὶ ἡ Νύχτα πανσὲς
παλιᾶς
πριονισμένης ἀπὸ νοσταλγία Σελήνης
μὲ τοῦ ἔρημου μύλου τὰ χαλάσματα καὶ τὴν ἄκακη εὐωδία τῆς κόπρου
πῆρε μέρος μέσα μου
Διαστάσεις ἄλλαξε στὰ πρόσωπα· μοίρασε ἀλλιῶς τὰ βάρη
Τὸ σκληρό μου σῶμα ἦταν ἡ ἄγκυρα κατεβασμένη μέσα στοὺς ἀνθρώπους
ὅπου ἦχος ἄλλος κανεὶς
μόνο γδοῦποι γόοι καὶ κοπετοὶ
καὶ ρωγμὲς ἐπάνω στὴν ἀνάστροφη ὄψη
Ποῖας φυλῆς ὁ γόνος νά ΄μοῦν
τότε μόνο ἐννόησα
ποῦ ἡ σκέψη τοῦ Ἄλλου
διαγώνια σὰν ἀκμὴ γυαλιοῦ
καὶ Ὀρθὸν ὡς πέρα μὲ χάραζε
Εἶδα μέσα μου στὰ σπίτια καθαρὰ σὰν νὰ μὴν ἦταν τοῖχοι
μὲ τὸ λύχνο στὸ χέρι νὰ περνοῦν γερόντισσες
τὰ χαράκια στὸ μέτωπο καὶ στὸ ταβάνι
καὶ ἄλλοι νέοι μὲ τὸ μουστάκι ποὺ ἔζωναν ἅρματα στὴ μέση τους
ἀμίλητοι
δυὸ δάχτυλα πάνω στὴ λαβὴ
ἐδῶ καὶ αἰῶνες.
«Βλέπεις, εἶπε, εἶναι οἱ Ἄλλοι
καὶ δὲν γίνεται Αὐτοὶ χωρὶς Ἐσένα
καὶ δὲ γίνεται μ΄ Αὐτοὺς χωρίς, Ἐσὺ
Βλέπεις, εἶπε, εἶναι οἱ Ἄλλοι
καὶ ἀνάγκη πᾶσα νὰ τοὺς ἀντικρίσεις
ἡ μορφή σου ἂν θέλεις ἀνεξάλειπτη νά ΄ναὶ
καὶ νὰ μείνει αὐτή.
Ἐπειδὴ πολλοὶ φοροῦν τὸ μελανὸ πουκάμισο
καὶ οἱ ἄλλοι μιλοῦν τὴ γλῶσσα τῶν χοιρογρυλλίων
καὶ εἶναι οἱ Ὠμοφάγοι καὶ οἱ Ἄξεστοί του Νεροῦ
οἱ Σιτόφοβοι καὶ οἱ Πελιδνοὶ18 καὶ οἱ Νεοκόνδορες
ὁρμαθὸς19 καὶ ἀριθμὸς τῶν ἄκρων του σταυροῦ
τῆς Τετρακτίδος.
Ἂν ἀλήθεια κρατήσεις καὶ τοὺς ἀντικρίσεις, εἶπε,
ἡ ζωή σου θ΄ ἀποκτήσει αἰχμὴ καὶ θὰ ὁδηγήσεις, εἶπε
Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὄπλα του, εἶπε
Καὶ αὐτὸς ἀλήθεια ποὺ ἤμουνα Ὁ πολλοὺς αἰῶνες πρὶν
Ὁ ἀκόμη χλωρὸς μὲς στὴ φωτιὰ Ὁ ἄκοπος ἀπ΄ τὸν οὐρανὸ
Πέρασε μέσα μου Ἔγινε
αὐτὸς ποὺ εἶμαι
Ἡ ὥρα τρεῖς της νύχτας
λάλησε μακριὰ πάνω ἀπ΄ τὰ παραπήγματα
ὁ πρῶτος πετεινὸς
Εἶδα γιὰ μία στιγμὴ τοὺς Ὄρθιους Κίονες τὴ Μετώπη μὲ τὰ Ζῷα Δυνατὰ
καὶ ἀνθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία
Πῆρε ὄψη ὁ Ἥλιος Ὁ Ἀρχάγγελος ἀεὶ δεξιά μου