Καὶ ἐπειδὴ σίμωνε ἡ μέρα ποὺ τὸ Γένος εἶχε συνήθειο νὰ γιορτάζει τὸν ἄλλο Σηκωμό, τὴ μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιὰ τὴν Ἔξοδο. Καὶ νωρὶς ἐβγήκανε κατάμπροστα στὸν ἥλιο, μὲ πάνου ὡς κάτου ἁπλωμένη τὴν ἀφοβία σὰ σημαία, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἀλῆτες. Καὶ ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, καὶ γυναῖκες, καὶ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. Ὀποῦ ἔβλεπες ἄξαφνα στὴν ὄψη τοὺς τόσες χαρακιές, ποά ΄λεγες εἴχανε περάσει μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὥρα.

Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντας οἱ Ἄλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν. Καὶ τρεῖς φορὲς μὲ τὸ μάτι ἀναμετρώντας τὸ ἔχει τους, λάβανε τὴν ἀπόφαση νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατεῖες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τοὺς εἶχε ἀπομείνει: μία πήχη φωτιὰ κάτω ἀπ΄ τὰ σίδερα, μὲ τὶς μαῦρες κάνες καὶ τὰ δόντια τοῦ ἡλίου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθός, δάκρυο ποτὲ δὲν ἔβγαλαν. Καὶ χτυπούσανε ὅπου νά ΄ναι, σφαλώντας τὰ βλέφαρα μὲ ἀπόγνωση. Καὶ ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τοὺς κυρίευε. Σὰν νὰ μὴν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ΄ ὁλάκερη τὴ γῆ, γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἄνοιξη παρὰ μονάχα αὐτός, καὶ νὰ τὸν εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολὺ μακριά, πέρα ΄π΄ τὴν ἄκρη τῆς ἀπελπισίας, τὴ Γαλήνη ποὺ ἔμελλαν νὰ γίνουν, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἀλῆτες, καὶ οἱ ἄντρες, καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια.