Στ΄

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ τῶν νεφῶν καὶ τῶν κυμάτων κοιμᾶται μέσα μου!
Στὴ θηλὴ τῆς θύελλας τὰ σκοτεινά του χείλη
καὶ ἡ ψυχή του πάντοτε μὲ τῆς θαλάσσης τὸ λάχτισμα
πάνω στὰ πόδια τοῦ ὅρους!
Ξεριζώνει δρῦς καὶ δριμὺς κατεβαίνει ὁ θρηΐκιος.
Μικρὰ καράβια στοῦ κάβου τὸ γύρισμα
ξάφνου μπατάρουν καὶ χάνονται.
Καὶ πάλι προβαίνουν ψηλὰ μὲς στὰ νέφη
ἀπ΄ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ βυθοῦ.
Στὶς ἄγκυρες ἔχουν κολλήσει τὰ φύκια
στὰ γένια θλιμμένων ἁγίων.
Ὡραῖες ἀχτίδες γύρω στὴν ὄψη
τὴν ἅλω τοῦ πόντου δονοῦν.
Νηστικοὶ κατὰ κεῖ τ΄ ἄδεια μάτια γυρίζουν οἱ γέροντες
Κι οἱ γυναῖκες τὴ μαύρη σκιὰ τοὺς ἐπάνω
στὸν ἄχραντο ἀσβέστη φοροῦν.
Μαζί τους ἐγώ, τὸ χέρι κινῶ
Ποιητὴς τῶν νεφῶν καὶ τῶν κυμάτων!
Στὸ στενὸ τενεκὲ μὲ τὸ χρῶμα βουτῶ
τὰ πινέλα μαζί τους καὶ βάφω:
Τὰ καινούργια σκαριὰ
τὰ χρυσὰ καὶ τὰ μαῦρα εἰκονίσματα!
Βοηθὸς καὶ σκέπη μας ἡ Κανάρη!
Βοηθὸς καὶ σκέπη μας ἡ Μιαούλη!
Βοηθὸς καὶ σκέπη μας Ἁγιὰ Μαντῶ!

Ζ΄

ΗΡΘΑΝ
ντυμένοι «φίλοι»
ἀμέτρητες φορὲς οἱ ἐχθροί μου
τὸ παμπάλαιο χῶμα πατώντας.
Καὶ τὸ χῶμα δὲν ἔδεσε ποτὲ μὲ τὴ φτέρνα τους.
Ἔφεραν
τὸ Σοφό, τὸν οἰκιστὴ καὶ τὸ Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων καὶ ἀριθμῶν,
τὴν πᾶσα Ὑποταγὴ καὶ Δύναμη,
τὸ παμπάλαιο φῶς ἐξουσιάζοντας.
Καὶ τὸ φῶς δὲν ἔδεσε ποτὲ μὲ τὴ σκέπη τους.
Οὔτε μέλισσα κὰν δὲ γελάστηκε τὸ χρυσὸ ν΄ ἀρχινίσει παιχνίδι·
οὔτε ζέφυρος κάν, τὶς λευκὲς νὰ φουσκώσει ποδιές.
Ἔστησαν καὶ θεμέλειωσαν
στὶς κορφές, στὶς κοιλάδες, στὰ πόρτα
πύργους κραταιοὺς κι ἐπαύλεις
ξύλα καὶ ἄλλα πλεούμενα,
τοὺς Νόμους, τοὺς θεσπίζοντας τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα,
στὸ παμπάλαιο μέτρο ἐφαρμόζοντας.
Καὶ τὸ μέτρο δὲν ἔδεσε ποτὲ μὲ τὴ σκέψη τους.
Οὔτε κὰν ἕνα χνάρι θεοῦ στὴν ψυχὴ τοὺς σημάδι δὲν ἄφησε·
οὔτε κὰν ἕνα βλέμμα ξωθιᾶς τὴ μιλιά τους δὲν εἶπε νὰ πάρει.
Ἔφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
ἀμέτρητες φορὲς οἱ ἐχθροί μου,
τὰ παμπάλαια δῶρα προσφέροντας.
Καὶ τὰ δῶρα τοὺς ἄλλα δὲν ἤτανε
παρὰ μόνο σίδερο καὶ φωτιά.
Στ΄ ἀνοιχτὰ ποὺ καρτέρεγαν δάχτυλα
μόνον ὄπλα καὶ σίδερο καὶ φωτιὰ
Μόνον ὄπλα καὶ σίδερο καὶ φωτιά.