Καὶ πολὺ τρομάξανε τὰ παιδία, καὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ μολύβι στὴν ὄψη καὶ τὰ κοντὰ μαῦρα ποδήματα, κέρωσαν. Ἐπειδὴ πήγανε κ΄ ἤρθανε γύρω τὰ χαμόσπιτα, καὶ σὲ πολλὲς μεριὲς τὸ πισσόχαρτο ἔπεσε καὶ φανήκανε μακριά, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο, οἱ γυναῖκες νὰ κλαῖνε γονατιστές, πάνω σ΄ ἕνα ἔρμο οἰκόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες καὶ μαῦρα πηχτὰ αἵματα. Ἐνῷ σήμαινε δώδεκα ἀκριβῶς τὸ μεγάλο ρολόι τῶν ἀγγέλων.

(…………………………….)
Φύσηξεν ἡ νύχτα * σβήσανε τὰ σπίτια
κι εἶναι ἀργὰ στὴν ψυχή μου
Δὲν ἀκούει κανένας * ὅπου κι ἂν χτυπήσω
ἡ μνήμη μὲ σκοτώνει
Ἀδελφοί μου, λέει * μαῦρες ὧρες φτάνουν
ὁ καιρὸς θὰ δείξει
Τῶν ἀνθρώπων ἔχουν * οἱ χαρὲς μιάνει
τὰ σπλάχνα τῶν τεράτων

Γύρισα τὰ μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατὰ τὸ παραθύρι
Φώναξα στὶς πύλες * κι ἡ φωνή μου πῆρε
τὴ θλίψη τῶν φονιάδων
Μὲς στῆς γῆς τὸ κέντρο * φάνηκε ὁ πυρήνας
ποῦ ὅλο σκοτεινιάζει
Κι ἡ ἀχτίδα τοῦ ἥλιου * γίνηκεν, ἰδέστε
ὁ μίτος τοῦ Θανάτου!

ΙΑ΄

ΟΠΟΥ, φωνάζω, καὶ νὰ βρίσκεστε, ἀδελφοί,
ὅπου καὶ νὰ πατεῖ τὸ πόδι σας,
ἀνοίξετε μία βρύση,
τὴ δική σας βρύση τοῦ Μαυρογένη.
Καλὸ τὸ νερὸ
καὶ πέτρινο τὸ χέρι τοῦ μεσημεριοῦ
ποῦ κρατεῖ τὸν ἥλιο στὴν ἀνοιχτὴ παλάμη του.
Δροσερὸς ὁ κρουνὸς θ΄ ἀγκαλιάσω.
Ἡ λαλιὰ ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ ψέμα
μεγαλόφωνα τὸ νοῦ μου ν΄ ἀπαγγείλει,
εὐανάγνωστα νὰ γίνουν τὰ σωθικά μου.
Δὲν μπορῶ,
ἡ ἀγχόνη τὰ δέντρα μου ἐξουθένωσε
καὶ τὰ μάτια μαυρίζουν.
Δὲν ἀντέχω
καὶ τὰ σταυροδρόμια ποὺ ἤξερα ἔγιναν ἀδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκοῦν.
Χαγάνοι ὀρνεοκέφαλοι βυσσοδομοῦν.
Σκυλοκοῖτες καὶ νεκρόσιτοι κι ἐρεβομανεῖς
κοπροκρατοῦν τὸ μέλλον.
Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί,
ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ
καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ἡ λαλιὰ ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ ψέμα
θ΄ ἀναπαύσει τὸ πρόσωπο τὸ μαρτυρίου
μὲ τὸ λίγο βάμμα τοῦ γλαυκοῦ στὰ χείλη.
Καλὸ τὸ νερὸ
καὶ πέτρινο τὸ χέρι τοῦ μεσημεριοῦ
ποῦ κρατεῖ τὸν ἥλιο στὴν ἀνοιχτὴ παλάμη του.
Ὅπου καὶ νὰ πατεῖ τὸ πόδι σας, φωνάζω,
ἀνοίξετε, ἀδελφοί,
μία βρύση ἀνοίξετε,
τὴ δική σας βρύση ἀνοίξετε,
τὴν δική σας βρύση τοῦ Μαυρογένη!