ΙΣΤ΄

ΕΝΩΡΙΣ ἐξύπνησα τὶς ἡδονὲς
ἐνωρὶς τὴ λεῦκα μου ἄναψα
μὲ τὸ χέρι μπροστὰ στὴ θάλασσα προχώρησα
ἐκεῖ μόνος τὴν ἔστησα:
Φύσηξες καὶ μὲ κύκλωσαν οἱ τρικυμίες
ἕνα-ἕνα μου πῆρες τὰ πουλιὰ –
Θεέ μου μὲ φώναζες καὶ πῶς νὰ φύγω ;
Κοίταξα μὲς στὸ μέλλον τοὺς μῆνες καὶ τὰ χρόνια
ποῦ ξανὰ θὰ γυρίσουνε χωρὶς ἐμένα
καὶ δαγκώθηκα τόσο βαθιὰ
ποῦ ἀργὰ τὸ αἷμα μου ἔνιωσα ν΄ ἀναβλύζει ψηλὰ
καὶ νὰ στάζει ἀπ΄ τὸ μέλλον μου.
Ἔσκαψα μὲς στὸ χῶμα τὴν ὥρα ποὺ ἤμουν ὁ ἔνοχος
καὶ τρέμοντας ἐσήκωσα τὸ θῦμα στὰ χέρια μου
καὶ τοῦ μίλησα τόσο ἁπαλὰ ποὺ ἀργὰ τὰ μάτια του ἄνοιξαν καὶ σταλάξανε τὴ δροσιὰ
στὸ χῶμα ποὺ ἤμουν ὁ ἔνοχος.
Ἔριξα τὸ σκοτάδι στὸ κρεβάτι τοῦ ἔρωτα
μὲ τοῦ κόσμου τὰ πράγματα στὸ νοῦ μου γυμνὰ
καὶ τὸ σπέρμα μου τίναξα τόσο μακριὰ
ποῦ ἀργὰ οἱ γυναῖκες γύρισαν μὲς στὸν ἥλιο καὶ πόνεσαν
καὶ γεννήσανε πάλι τὰ ὁρατά.
Θεέ μου μὲ φώναζες καὶ πῶς νὰ φύγω ;
Ἐνωρὶς ἐξύπνησα τὶς ἡδονὲς
ἐνωρὶς τὴ λεῦκα μου ἄναψα
μὲ τὸ χέρι μπροστὰ στὴ θάλασσα προχώρησα
ἐκεῖ μόνος τὴν ἔστησα:
Φύσηξες καὶ λαχτάρησαν τὰ σωθικά μου
ἕνα-ἕνα μου γύρισαν τὰ πουλιά!