ΑΥΤΟΣ
ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας

Ὕστερα καὶ τὸ φλοῖσβο ἐννόησα καὶ τὸν μακρὺ ἀτελείωτο ψίθυρο τῶν δέντρων
Εἶδα πάνω στὸ μόλο ἀραδιασμένα τὰ κόκκινα σταμνιὰ
καὶ πιὸ σιμὰ στὸ ξύλινο παραθυρόφυλλο
κεῖ ποὺ κοιμόμουνα μὲ τά ΄να πλάι
λάλησε πιὸ δυνατὰ ὁ βοριὰς
Καὶ εἶδα
Κόρες ὄμορφες καὶ γυμνὲς καὶ λεῖες ὡσὰν τὸ βότσαλο
μὲ τὸ λίγο μαῦρο στὶς κόχες τῶν μηρῶν
καὶ τὸ πολὺ καὶ πλούσιο ἀνοιχτὸ στὶς ὠμοπλάτες
νὰ φυσοῦν ὄρθιες μέσα στὴν Κοχύλα
καὶ ἄλλες γράφοντας μὲ κιμωλία
λόγια παράξενα, αἰνιγματικά:
ΡΩΕΣ; ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ,
ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ; ΥΕΛΤΗΣ11
μικρὲς φωνὲς πουλιῶν καὶ ὑάκινθων
ἢ ἀλλὰ λόγια του Ἰουλίου
Σημαίνοντας οἱ ἕντεκα
πέντε ὀργιὲς τοῦ βάθους
πέρκες γοβιοὶ σπάροι
μὲ πελώρια σβάραχνα12 καὶ κοντὲς πρυμναῖες οὐρὲς
Ἀνεβαίνοντας ἔβρισκα σπόγγους
καὶ σταυροὺς θαλάσσης
καὶ λιγνὲς ἀμίλητες ἀνεμῶνες
καὶ πιὸ ψηλὰ στὰ χείλη τοῦ νεροῦ
πεταλίδες τριανταφυλλιὲς
καὶ μισάνοιχτες πίνες καὶ ἁρμυρῆθρες
«Ἀκριβὰ λόγια, μοῦ εἶπε, ὅρκοι παλαιοὶ
ποῦ ἔσωσε ὁ Καιρὸς καὶ ἡ σίγουρη ἀκοὴ τῶν μακρυνῶν ἀνέμων»
Καὶ σιμὰ στὸ ξύλινο παραθυρόφυλλο
κεῖ ποὺ κοιμόμουνα μὲ τά ΄να πλάι
δυνατὰ στὸ στῆθος μου ἕσφιξα τὸ μαξιλάρι
καὶ τὰ μάτια μου δάκρυα γιομάτα
Ἤμουν στὸν ἕκτο μήνα τῶν ἐρώτων
καὶ στὰ σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ἀκριβὸς