ΑΥΤΟΣ ὁ πρῶτος ὕμνος

ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ἀλήθεια ποὺ ἤμουνα Ὁ πολλοὺς αἰῶνες πρὶν
Ὁ ἀκόμη χλωρὸς μὲς τὴ φωτιὰ Ὁ Ἀχειροποίητος
μὲ τὸ δάχτυλο ἔσυρε τὶς μακρινὲς
γραμμὲς
ἀνεβαίνοντας κάποτε ψηλὰ μὲ ὀξύτητα
καὶ φορὲς πιὸ χαμηλὰ οἱ καμπύλες ἁπαλὲς
μία μέσα στὴν ἄλλη
στεριὲς μεγάλες ποὺ ἔνιωσα
νὰ μυρίζουνε χῶμα ὅπως ἡ νόηση
Τόσο ἦταν ἀλήθεια
ποῦ πιστὰ μ΄ ἀκολούθησε τὸ χῶμα
ἔγινε σὲ μεριὲς κρυφὲς πιὸ κόκκινο
καὶ ἀλλοῦ μὲ πολλὲς μικρὲς πευκοβελόνες
Ὕστερα πιὸ νωχελικὰ
οἱ λόφοι οἱ κατωφέρειες
ἄλλοτε καὶ τὸ χέρι ἀργὸ σὲ ἀνάπαυση
τὰ λαγκάδια οἱ κάμποι
κι ἄξαφνα πάλι βράχοι ἄγριοι καὶ γυμνοὶ
δυνατὲς πολὺ παρορμήσεις
Μία στιγμὴ ποὺ ἐστάθηκε νὰ στοχαστεῖ
κάτι δύσκολο ἢ κάτι τὸ ὑψηλό:
ὁ Ὄλυμπος, ὁ Ταΰγετος
«Κάτι ποὺ νὰ σοῦ σταθεῖ βοηθὸς
καὶ ἀφοῦ πεθάνεις» εἶπε
Καὶ στὶς πέτρες μέσα τράβηξε κλωστὲς
κι ἀπ΄ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς ἀνέβασε σχιστόλιθο
ἕνα γῦρο σ΄ ὅλη τὴν πλαγιὰ τὰ πλατιὰ στερέωσε σκαλοπάτια
Ἐκεῖ μόνος ἀπίθωσε
κρῆνες5 λευκὲς μαρμάρινες
μύλους ἀνέμων
τρούλους ρόδινους μικροὺς
καὶ ψηλοὺς διάτρητους περιστεριῶνες
Ἀρετὴ6 μὲ τὶς τέσσερις ὀρθὲς γωνίες
Κι ἐπειδὴ συλλογίστηκεν ὡραία ποὺ εἶναι στὴν ἀγκαλιὰ ὁ ἕνας του ἄλλου
γέμισαν ἔρωτα οἱ μεγάλες γοῦρνες
ἀγαθὰ σκύψανε τὰ ζῷα μοσκάρια καὶ ἀγελάδες
σὰ νὰ μὴ ἤτανε στὸν κόσμο πειρασμὸς κανένας
καὶ νὰ μὴ εἶχαν γίνει ἀκόμη τὰ μαχαίρια
«Ἡ εἰρήνη θέλει δύναμη νὰ τὴν ἀντέξεις» εἶπε
καὶ στροφὴ γύρω του κάνοντας μ΄ ἀνοιχτὲς παλάμες ἔσπειρε
φλόμους κρόκους καμπανοῦλες
ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς γῆς τ΄ ἀστέρια
τρυπημένα στὸ ἕνα φύλλο τους γιὰ σημεῖο καταγωγῆς
καὶ ὑπεροχὴ καὶ δύναμη