Καὶ τὸ λόγο τοὺς πρὶν ἀποσώσουν εἶχε πάρει ν΄ ἀλλάζει ὁ καιρός, μακριὰ στὸ μαυράδι τῶν νεφῶν καὶ σιμὰ στὸ κοπάδι τῶν ἀνθρώπων. Σὰ νὰ πέρασε ἀγέρας χαμηλὰ βογκώντας καὶ ν΄ ἀπόρριξε ἄδεια τὰ κορμιά, δίχως μία σταλιὰ θύμηση. Τὸ κεφάλι μπλάβο καὶ ἄλαλα ἀψηλὰ στραμμένο, μὰ τὸ χέρι βαθιὰ μέσα στὴν τσέπη, γραπωμένο ἀπὸ κομμάτι σίδερο, τῆς φωτιᾶς ἢ ἀπ΄ τ΄ ἄλλα, πὸ ΄χουν τὴ μύτη σουγλερὴ καὶ τὴν κόψη ἀθέρα. Καὶ βαδίζανε καταπάνου στὸν ἕναν ὁ ἄλλος, μὴ γνωρίζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ σημάδευε κατὰ πατέρα ὁ γιὸς καὶ κατ΄ ἀδερφοῦ μικροῦ ὁ μεγάλος. Ποῦ πολλὰ σπιτικὰ ἀπομείνανε στὴ μέση, καὶ πολλὲς γυναῖκες ἀπανωτὰ δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς μαυροφορέσανε. Καὶ ποὺ ἂν ἔκανες νὰ βγεῖς λιγάκι παραόξω, τίποτε. Μόνο ἀγέρας βουίζοντας μέσα στὰ μεσοδόκια καὶ στὰ λίγα καμένα λιθάρια μεριές-μεριὲς οἱ καπνοὶ βοσκώντας τὰ κουφάρια τῶν σκοτωμένων.

Μῆνες τριάντα τρεῖς καὶ πλέον βάστηξε τὸ Κακό. Ποῦ τὴ θύρα χτυπούσανε ν΄ ἀνοίξουνε τῆς αὐλῆς τῶν προβάτων. Καὶ φωνὴ προβάτου δὲν ἀκούστηκε παρεχτὸς ἐπάνω στὸ μαχαῖρι. Καὶ φωνὴ θύρας οὔτε, παρεχτὸς στὴν ὥρα ποὺ ΄γερνε μὲς στὶς φλόγες τὶς ὕστερες νὰ καεῖ. Ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ λαός μου ἡ θύρα καὶ αὐτὸς ὁ λαός μου ἡ αὐλὴ καὶ τὸ ποίμνιο τῶν προβάτων.

ἰ΄