Τότε, ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλο μέρος φάνηκε ἀργὰ βαδίζοντας νά ΄ρχεται Αὐτὸς μὲ τὸ Σβησμένο Πρόσωπο, ποὺ σήκωνε τὸ δάχτυλο κι οἱ ὧρες ἀνατριχίαζαν στὸ μεγάλο ρολόι τῶν ἀγγέλων. Καὶ σὲ ὅποιον λάχαινε νὰ σταθεῖ μπροστά, εὐθὺς οἱ ἄλλοι τὸν ἁρπάζανε καὶ τὸν σούρνανε χάμου πατώντας τὸν. Ὥσπου ἔφτασε κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ σταθεῖ καὶ μπροστὰ στὸν Λευτέρη. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲ σάλεψε. Σήκωσε μόνο ἀργὰ τὰ μάτια του καὶ τὰ πῆγε μὲ μίας τόσο μακριὰ – μακριὰ μέσα στὸ μέλλον του – ποὺ ὁ ἄλλος ἔνιωσε τὸ σκούντημα κι ἔγειρε πίσω μὲ κίντυνο νὰ πέσει. Καὶ σκυλιάζοντας, ἔκανε ν΄ ἀνασηκώσει τὸ μαῦρο του πανί, νὰ τοῦ φτύσει κατάμουτρα. Μὰ πάλι ὁ Λεύτερης δὲ σάλεψε.

Πάνω σὲ κείνη τὴ στιγμή, ὁ Μεγάλος Ξένος, αὐτὸς ποὺ ἀκολουθοῦσε μὲ τὰ τρία σειρήτια στὸ γιακά, στηρίζοντας τὰ χέρια στὴ μέση του, κάγχασε: ὁρίστε, εἶπε, ὁρίστε οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουνε , λέει, ν΄ ἀλλάξουνε τὴν πορεία τοῦ κόσμου! Καὶ μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἔλεγε τὴν ἀλήθεια ὁ δυστυχής, καταπρόσωπο τρεῖς φορὲς τοῦ κατάφερε τὸ μαστίγιο. Ἀλλὰ τρίτη φορὰ ὁ Λευτέρης δὲ σάλεψε. Τότε, τυφλὸς ἀπὸ τὴ λίγη πέραση ποά ΄χε ἡ δύναμη στὰ χέρια του, ὁ ἄλλος, μὴ γνωρίζοντας τί πράττει, τράβηξε τὸ περίστροφο καὶ τοῦ τὸ βρόντησε σύρριζα στὸ δεξί του αὐτί.