Η΄

ΗΡΘΑΝ
μὲ τὰ χρυσὰ σειρήτια
τὰ πετεινὰ τοῦ Βορρᾶ καὶ τῆς Ἀνατολῆς τὰ θηρία!
Καὶ τὴ σάρκα μου στὰ δυὸ μοιράζοντας
καὶ στερνὰ στὸ συκῶτι μου ἐπάνω ἐρίζοντας
ἔφυγαν.
«Γά ΄ αυτούς, εἶπαν, ὁ καπνὸς τῆς θυσίας,
καὶ γιὰ μᾶς τῆς φήμης ὁ καπνός,
ἀμήν.»
Καὶ τὴν ἠχὼ σταλμένη ἀπὸ τὰ περασμένα
ὅλοι ἀκούσαμε καὶ γνωρίσαμε.
τὴν ἠχὼ ἀκούσαμε γνωρίσαμε ξανὰ
μὲ στεγνὴ φωνὴ τραγουδήσαμε:
Γιά μας, τὸ ματωμένο σίδερο
καὶ τριπλὰ ἐργασμένη προδοσία.
Γιὰ μᾶς ἡ αὐγὴ στὸ χάλκωμα
καὶ τὰ δόντια τὰ σφιγμένα ὡς τὴν ὥρα τὴν ὕστερη
ὁ δόλος καὶ τ΄ ἀόρατο γάγγαμο27.
Γιὰ μᾶς τὸ σύρσιμο τῆς γῆς
ὁ κρυφὸς ὅρκος μὲς στὰ σκοτεινὰ
τῶν ματιῶν ἡ ἀπονιὰ
κι ἡ ποτὲ καμιά, καμιὰ ποτὲ Ἀνταπόδοση.
Ἀδελφοί μας ἐγέλασαν!
«Γι΄ αὐτούς, εἶπαν, ὁ καπνὸς τῆς θυσίας,
καὶ γιὰ μᾶς τῆς φήμης ὁ καπνός,
ἀμήν.»
Ἀλλὰ σὺ μὲς στὸ χέρι μας τὸ λύχνο τοῦ ἄστρου
μὲ τὸ λόγο σου ἄναψες, τοῦ ἀθῴου στόμα
θύρα τῆς Παράδεισος!
Τὴν ἰσχὺ τοῦ καπνοῦ στὸ μέλλον βλέπουμε
τῆς πνοῆς σου παίγνιο
καὶ τὸ κράτος καὶ τὴ βασιλεία του!

ε΄