ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ σύννεφο στὴ χλόη
στὸ βρεμένο ἀστράγαλο τὸ «φρτ» τῆς σαύρας
τὸ βαθύ της Μνησαρέτης βλέμμα
ποῦ δὲν εἶναι ἀρνιοῦ καὶ ἄφεση δίνει

Τῆς καμπάνας ὁ ἄνεμος ὁ χρυσεγέρτης
ὁ ἱππέας ποὺ πάει ν΄ ἀναληφτεῖ στὴ δύση
καὶ ὁ ἄλλος ἱππέας ὁ νοητὸς ποὺ πάει
τῆς φθορᾶς τὸν καιρὸ ν΄ ἀνασκολίσει

Μίας νυχτὸς Ἰουνίου ἡ νηνεμία
γιασεμιὰ καὶ φουστάνια στὸ περιβόλι
τὸ ζωάκι τῶν ἄστρων ποὺ ἀνεβαίνει
τῆς χαρᾶς ἡ στιγμὴ λίγο πρὶν κλάψει

Ἕνας κόμπος ψυχῇς κι οὔτε πιὰ λέξη
σὰν παράθυρο ἄδειο ἡ Ἀρετοῦσα
καὶ ὁ ἔρωτας ἔλθοντ᾿ ἐξ᾿ ὀράνω
πορφυρίαν παρθεμένον χλαμὺν35

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ἡ πόα τῆς οὐτοπίας
τὰ κορίτσια οἱ παραπλανημένες Πλειάδες
τὰ κορίτσια τ΄ Ἀγγεῖα τῶν Μυστηρίων
τὰ γεμάτα ὡς πάνω καὶ τ΄ ἀπύθμενα

Τὰ στυφὰ στὸ σκοτάδι καὶ ὅμως θαῦμα
τὰ γραμμένα στὸ φῶς καὶ ὅμως μαυρίλα
τὰ στραμμένα ἐπάνω τοὺς ὅπως οἱ φάροι
τὰ ἠλιοβόρα καὶ τὰ σεληνοβάμονα

Ἡ Ἔρση, ἡ Μυρτῶ, ἡ Μαρίνα
ἡ Ἑλένη, ἡ Ρωξάνη, ἡ Φωτεινὴ
ἡ Ἄννα, ἡ Ἀλεξάνδρα, ἡ Κυνθία

Τῶν ψιθύρων ἡ ἐπῴαση μὲς στὰ κοχύλια
μία χαμένη σὰν ὄνειρο: ἡ Ἀριγνώτα36
ἕνα φῶς μακρινὸ ποὺ λέει: κοιμήσου
σαστισμένα φιλιὰ σὰν πλῆθος δέντρα
Τὸ λιγάκι πουκάμισο ποὺ τρώει ὁ ἀέρας
τὸ χνουδάκι τὸ χλόινο πάνω στὴν κνήμη
τοῦ αἰδοίου τὸ μενεξεδένιο ἁλάτι
καὶ τὸ κρύο νερὸ τῆς Πανσελήνου