Δώδεκα μέρες κιόλας εἴχαμε ἐμεῖς πιὸ πίσω, στὰ χωριά. Κι ἀπάνω ποὺ συνήθιζε τ΄ αὐτί μας πάλι στὰ γλυκὰ τριξίματα τῆς γῆς, καὶ δειλὰ συλλαβίζαμε τὸ γάβγισμα τοῦ σκύλου ἢ τὸν ἀχὸ τῆς μακρινῆς καμπάνας, νὰ ποὺ ἦταν ἀνάγκη, λέει, νὰ γυρίσουμε στὸ μόνο ἀχολόι ποὺ ξέραμε: στὸ ἀργὸ καὶ στὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, στὸ ξερὸ καὶ στὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στὴ νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα, ἕνας πίσω ἀπ΄ τὸν ἄλλο, ἴδια τυφλοί. Μὲ κόπο ξεκολλώντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη, ὅπου, φορές, ἐκατοβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδὴ τὸ πιὸ συχνὰ ψιχάλιζε στοὺς δρόμους ἔξω, καθὼς μὲς στὴν ψυχή μας. Καὶ τὶς λίγες φορὲς ὅπου κάναμε στάση νὰ ξεκουραστοῦμε, μήτε ποὺ ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχοι σοβαροὶ κι ἀμίλητοι, φέγγοντας μ΄ ἕνα μικρὸ δαδί, μία-μία μοιραζόμασταν τὴ σταφίδα. Ἡ φορὲς πάλι, ἂν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικὰ τὰ ροῦχα καὶ ξυνόμασταν μὲ λύσσα ὦρες πολλές, ὅσο νὰ τρέξουν τὰ αἵματα. Τί μας εἶχε ἀνέβει ἡ ψείρα ὡς τὸ λαιμό, κι ἦταν αὐτὸ πιὸ κι ἀπ΄ τὴν κούραση ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε, ἀκουγότανε στὰ σκοτεινὰ ἡ σφυρίχτρα, σημάδι ὅτι κινούσαμε, καὶ πάλι σὰν τὰ ζὰ τραβούσαμε μπροστὰ νὰ κερδίσουμε δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καὶ μᾶς βάλουνε στόχο τ΄ ἀεροπλάνα. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν κάτεχε ἀπὸ στόχους ἢ τέτοια, κι ὅπως τά ΄χε συνήθειό του, στὴν ἴδια πάντοτε ὥρα ξημέρωνε τὸ φῶς.