Δ΄

Τὶς ἡμέρες μου ἄθροισα καὶ δὲ σὲ βρῆκα
πουθενά, ποτέ, νὰ μοῦ κρατεῖς τὸ χέρι
στὴ βοὴ τῶν γκρεμῶν καὶ τῶν ἄστρων τὸν κυκεῶνα μου!
Πῆραν ἄλλοι τὴ Γνώση καὶ ἄλλοι τὴν Ἰσχὺ
τὸ σκοτάδι μὲ κόπο χαράζοντας
καὶ μικρὲς προσωπίδες, τὴ χαρὰ καὶ τὴ θλίψη,
στὴ φθαρμένη τὴν ὄψη ἁρμόζοντας.
Μόνος, ὄχι ἐγώ, προσωπίδες δὲν ἅρμοσα,
τὴ χαρὰ καὶ τὴ θλίψη μου πίσω ἔριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου ἔριξα,
τὴν Ἰσχὺ καὶ τὴ Γνώση.
Τὶς ἡμέρες μου ἄθροισα κι ἔμεινα μόνος.
Εἶπαν οἱ ἄλλοι: γιατί; κι αὐτὸς νὰ κατοικήσει
τὸ σπίτι μὲ τὶς γλάστρες καὶ τὴ λευκὴ μνηστή.
Ἄλογα τὰ πυρρὰ καὶ τὰ μαῦρα μου ἄναψαν γινάτι γι΄ ἄλλες, πιὸ λευκὲς Ἐλένες!
Γι΄ ἄλλη, πιὸ μυστικὴν ἀντρεία λαχτάρησα
κι ἀπὸ κεῖ ποὺ μὲ μπόδισαν, ὁ ἀόρατος, κάλπασα
στοὺς ἀγροὺς τὶς βροχὲς νὰ γυρίσω
καὶ τὸ αἷμα πίσω νὰ πάρω τῶν νεκρῶν μου τῶν ἄθαφτων!
Εἶπαν οἱ ἄλλοι: γιατί; κι ἐκεῖνος νὰ γνωρίσει
κι ἐκεῖνος τὴ ζωὴ μέσα στὰ μάτια τοῦ ἄλλου.
Ἄλλου μάτια δὲν εἶδα, δὲν ἀντίκρισα
παρὰ δάκρυα μέσα στὸ Κενὸ ποὺ ἀγκάλιαζα
παρὰ μπόρες μέσα στὴ γαλήνη ποὺ ἄντεχα.
Τὶς ἡμέρες μου ἄθροισα καὶ δὲ σὲ βρῆκα
καὶ τὰ ὄπλα ζώστηκα καὶ μόνος βγῆκα
στὴ βοὴ τῶν γκρεμῶν καὶ στῶν ἄστρων τὸν κυκεῶνα μου!

γ΄