Οἱ λιθιὲς καὶ τὰ κύματα χέρι μὲ χέρι
μία πατοῦσα ποὺ σύναξε σοφία στὴν ἄμμο
ἕνας τζίτζικας ποὺ ἔπεισε χιλιάδες ἄλλους
ἡ συνείδηση πάμφωτη σὰν καλοκαῖρι.

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ κάμα ποὺ κλωτσάει
στὸ γιοφύρι ἀπὸ κάτω τὰ ὡραία κοτρόνια
τὰ σκατὰ τῶν παιδιῶν μὲ τὴν πράσινη μῦγα
ἕνα πέλαγος βράζοντας καὶ δίχως τέλος
Οἱ δεκαέξι νομάτοι ποὺ τραβοῦν τὴν τράτα
ὁ ἀκάθιστος γλάρος ὁ ἀργοπλεύστης
οἱ φωνὲς οἱ ἀδέσποτές της ἐρημίας
ἑνὸς ἴσκιου μέσα στὸν τοῖχο

ΤΑ ΝΗΣΙΑ μὲ τὸ μίνιο καὶ μὲ τὸ φοῦμο
τὰ νησιὰ μὲ τὸ σπόνδυλο καποιανοὺ Δία
τὰ νησιὰ μὲ τοὺς ἔρημους ταρσανάδες
τὰ νησιὰ μὲ τὰ πόσιμα γαλάζια ἡφαίστεια

Στὸ μελτέμι τὰ ὀρτσάροντας μὲ κόντρα-φλόκο
Στὸ γαρμπὴ τ΄ ἀρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα
ἕως ὅλο τὸ μάκρος τοὺς τ΄ ἀφρισμένα
μὲ λιτρίδια μαβιὰ καὶ μὲ ἡλιοτρόπια

Ἡ Σίφνος, ἡ Ἀμοργός, ἡ Ἀλόννησος
ἡ Θάσος, ἡ Ἰθάκη, ἡ Σαντορίνη
ἡ Κῶς, ἡ Ἴος, ἡ Σίκινος.

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στὸ πέτρινο πεζοῦλι
ἀντικρὺ τοῦ πελάγους ἡ Μυρτὼ νὰ στέκει
σὰν ὡραῖο ὀκτὼ ἢ σὰν κανάτι
μὲ τὴν ψάθα τοῦ ἥλιου στὸ ἕνα χέρι
Τὸ πορῶδες καὶ ἄσπρο μεσημέρι
ἕνα πούπουλο ὕπνου ποὺ ἀνεβαίνει
τὸ σβησμένο χρυσάφι μὲς στοὺς πυλῶνες
καὶ τὸ κόκκινο ἄλογο ποὺ δραπετεύει