Τότες, χωμένοι μὲς στὶς ρεματιές, γέρναμε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ μέρος τὸ βαρύ, ὅπου δὲ βγαίνουνε ὄνειρα. Καὶ τὰ πουλιά μας θύμωναν, ποὺ δὲ δίναμε τάχα σημασία στὰ λόγια τους – ἴσως καὶ ποὺ ἀσκημίζαμε χωρὶς αἰτία τὴν πλάση. Ἄλλης λογῆς ἐμεῖς χωριάτες, μ΄ ἄλλω λογιῶ ξινάρια καὶ σιδερικὰ στὰ χέρια μας, ποὺ ξορκισμένα νά ΄ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, εἴχαμε μεῖς πιὸ πίσω στὰ χωριὰ κοιτάξει σὲ καθρέφτη, ὧρες πολλές, τὸ γῦρο τοῦ προσώπου μας. Κι ἀπάνω ποὺ συνήθιζε ξανὰ τὸ μάτι τὰ γνώριμα παλιὰ σημάδια, καὶ δειλὰ συλλαβίζαμε τὸ χεῖλο τὸ γυμνὸ ἢ τὸ χορτάτο ἀπὸ τὸν ὕπνο μάγουλο, νὰ ποὺ τὴ δεύτερη τὴ νύχτα σάμπως πάλι ἀλλάζαμε, τὴν τρίτη ἀκόμη πιὸ πολύ, τὴν ὕστερη, τὴν τέταρτη, πιὰ φανερό, δὲν ἤμασταν οἱ ἴδιοι. Μόνε σὰ νὰ πηγαίναμε μπουλοῦκι ἀνάκατο, θαρροῦσες, ἀπ΄ ὅλες τὶς γενιὲς καὶ τὶς χρονιές, ἄλλοι τῶν τωρινῶν καιρῶν κι ἄλλοι πολλὰ παλιῶν, ποά ΄χαν λευκάνει ἀπ΄ τὰ περίσσια γένια. Καπεταναῖοι ἀγέλαστοι μὲ τὸ κεφαλοπάνι, καὶ παπάδες θεριά, λοχίες τοῦ 97 ἢ τοῦ 12, μπαλτατζῆδες βλοσυροὶ πάνου ἀπ΄ τὸν ὦμο σειώντας τὸ πελέκι, ἀπελάτες καὶ σκουταροφόροι μὲ τὸ αἷμα ἐπάνω τοὺς ἀκόμη Βουργάρων καὶ Τουρκῶν. Ὅλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους ἀμέτρητους ἀγκομαχώντας πλάι-πλάι, διαβαίναμε τὶς ράχες, τὰ φαράγγια, δίχως νὰ λογαριάζουμε ἄλλο τίποτε. Γιατί καθὼς ὅταν βαροῦν ἀπανωτὲς ἀναποδιὲς τοὺς ἴδιους τους ἀνθρώπους πάντα, συνηθᾶν στὸ Κακό, τέλος τοῦ ἀλλάζουν ὄνομα, τὸ λὲν Γραμμένο ἢ Μοῖρα – ἔτσι κι ἐμεῖς ἐπροχωρούσαμε ἴσια πάνου σ΄ αὐτὸ ποὺ λέγαμε Κατάρα, ὅπως θὰ λέγαμε Ἀντάρα ἢ Σύννεφο. Μὲ κόπο ξεκολλώντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη ὅπου πολλὲς φορὲς ἐκατοβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδὴ τὸ πιὸ συχνά, ψιχάλιζε στοὺς δρόμους ἔξω καθὼς μὲς στὴν ψυχή μας.