Ἦταν φορὲς ποὺ ἐσέρνανε μαζί τους κι αἰχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ὧρες πρίν, στὰ ξαφνικὰ γιουρούσια ποὺ κάναν τὰ περίπολα. Βρωμούσανε κρασὶ τὰ χνῶτα τους, κι οἱ τσέπες γιομάτες κονσέρβα ἢ σοκολάτες. Ὅμως ἐμεῖς δὲν εἴχαμε, ὅτι κομμένα τὰ γιοφύρια πίσω μας, καὶ τὰ λίγα μουλάρια μας κι ἐκεῖνα ἀνήμπορα μέσα στὸ χιόνι καὶ στὴ γλιστράδα τῆς λασπουριᾶς.

Τέλος κάποια φορά, φανήκανε μακριὰ οἱ καπνοὶ ποὺ ἀνέβαιναν μεριές-μεριές, κι οἱ πρῶτες στὸν ὁρίζοντα κόκκινες, λαμπερὲς φωτοβολίδες.

β΄

Νέος πολὺ καὶ γνώρισα τῶν ἑκατὸ χρονῶ φωνὲς
Ὄχι τοῦ δάσους μία στιγμὴ στὰ στέρνα ὁ πεύκινος τριγμὸς
Μόνο τοῦ σκύλου ποὺ ἀλυχτᾷ στὰ βουνὰ τ΄ ἀνδροβάδιστα
Τῶν χαμηλῶν σπιτιῶν καπνοὶ καὶ κείνων ποὺ ψυχορραγοῦν
Ἡ ἀνομολόγητη ματιὰ τοῦ κόσμου τοῦ ἄλλου ἡ ταραχὴ

Ὄχι ποὺ ἀργοῦν στὸν ἄνεμο τῶν πελαργῶν μικρὲς κρωξιὲς
Πέφτει ἡ γαλήνη σὰ βροχὴ καὶ γρούζουν τὰ κηπευτικὰ
Μόνο τοῦ ζῴου ποὺ σπαρταρᾷ τὰ πνιχτὰ κι ἀσυλλάβιστα
Τῆς Παναγίας δυὸ φορὲς ὁ μαῦρος γῦρος τῶν ματιῶν
Στὴν πεδιάδα τῆς ταφῆς καὶ στὴν ποδιὰ τῶν γυναικῶν