Καὶ εὐθὺς ἀκούστηκε στὸν ἀέρα ἡ σκοτεινὴ σφυριγματιὰ τῆς ὀβίδας ποὺ ἔφτανε. Καὶ πέσαμε ὅλοι καταγῆς μπρούμυτα, πάνω στὶς σκάρπες, ὅτι γνωρίζαμε ἀπόξω τὰ σημάδια τοῦ Ἀόρατου, καὶ μὲ τ΄ αὐτί μας ὁρίζαμε ἀπὸ πρὶν τὸ μέρος ὅπου θά ΄σμιγε ἡ φωτιὰ τὸ χῶμα ν΄ ἀνοίξει καὶ νὰ χυθεῖ. Καὶ δὲν ἐπείραξε ἡ φωτιὰ κανέναν. Κάτι μουλάρια μοναχὰ σηκώθηκαν στὰ πισινά τους ποδάρια καὶ ἄλλα ταράχτηκαν καὶ σκόρπισαν. Καὶ μέσα στὴν κάπνα ποὺ κατακάθιζε θωροῦσες νὰ τρέχουνε πίσω τοὺς χειρονομώντας οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὰ ΄χανε φέρει μὲ κόπους ἴσαμε κεῖ. Καὶ τὰ πρόσωπά τους χλωμά, καὶ ξεφόρτωναν τὴ ρέγγα καὶ τὸ χαλβὰ κοιτάζοντας νὰ ξετελέψουν μία ὥρα ἀρχύτερα καὶ νὰ φύγουνε, ὅτι δὲν ἦταν μαθημένοι καὶ τοὺς ἐτρόμαζε τὸ βρόντισμα στὰ βουνὰ καὶ τὸ μαῦρο γένι στὴ φαγωμένη τὴν ὄψη μας.

δ΄

ΕΝΑ τὸ χελιδόνι * κι ἡ Ἄνοιξη ἀκριβὴ
Γιὰ νὰ γυρίσει ὁ ἥλιος * θέλει δουλειὰ πολλὴ
Θέλει νεκροὺς χιλιάδες * νά ΄ναι στοὺς Τροχοὺς
Θέλει κι οἱ ζωντανοὶ * νὰ δίνουν τὸ αἷμα τους.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ΄ ἔχτισες μέσα στὰ βουνὰ
Θέ μου Πρωτομάστορα * μ΄ ἔκλεισες μὲς στὴ θάλασσα!