θ΄

ΤΙΣ ΝΕΦΕΛΕΣ ἀφήνοντας πίσω τοὺς * Ταξιδεύουν τῶν βράχων τ΄ ἀγάλματα
Μὲ τὸ στῆθος μπροστὰ σὰ ν΄ ἀμπώχνουνε * Στοὺς ἄνεμους μέσα τὰ μέλλοντα
Μὴν οἱ γύπες τὰ πάρουν κι αὐτὰ * μυρωδιὰ καὶ χιμήξουν!

Ἡ καμπάνα σημαίνοντας θάνατο * Τῶν χωριῶν τὰ κοπάδια κατέβηκαν
Στὶς πλάγιες ποὺ ἀγναντεύουν τὸ πέλαγο * Καὶ φωνὴ τοὺς ἀνέμους ἐτάραξεν
Ἂχ ἡ πεῖνα μας ἔχει, παιδιὰ * τὴν ψυχὴ σκοτεινιάσει!

Στῶν ἐθνῶν τὰ κρυμμένα ἐργοστάσια * Μὲ τὸ στάρι ἑτοιμάζουνε μέταλλα
Τὸ θεριὸ ποὺ δὲ θέλουνε θρέφουνε * Καὶ τὸ στόμα του νὰ γιγαντώνεται
Ὥσπου νὰ μὴ μείνει κανεὶς * καὶ τὰ κόκαλα τρίξουν!

Ἀλλὰ πρὶν στὴν κοιλάδα ποὺ σείστηκε * Λὲς καὶ στένων ὁ Ἅδης ἐβόησε
Τῶν σπιτιῶν οἱ σκέπες ξεκαρφώθηκαν * Καὶ τὸ θαῦμα τ΄ ἀνέλπιστο φάνηκαν
Οἱ γυναῖκες ν΄ ἀκοῦν σιωπηλὰ * στῶν βρεφῶν τοὺς τὸ κλάμα!

Ἡ ζωὴ ποὺ τὸ θάνατο γεύτηκε * Σὰν τὸν ἥλιο γυμνὴ ξαναγύρισε
Καὶ μὴν ἔχοντας ἂχ ἄλλο τίποτε * Ἡ ζωὴ ποὺ τὰ πάντα σπατάλησε
Στὰ χαλάσματα κάρφωσε μία * παπαροῦνα ποὺ λάμπει!

Ἂν ποτὲ τὸ γεράκι ξανάδινε * Τὴ φωνὴ τοῦ προβάτου ποὺ σπάραξε
Μὲ τ΄ αὐτὶ στὸ χορτάρι θ΄ ἀκούγαμε * Τῶν νεκρῶν τὴν ὀργὴ πὼς γυμνάζεται
Τὸ σκοτάδι ν΄ ἁρπάξει μεμιᾶς * κι ἀπ΄ τὴν ἄλλη νὰ δείξει!