___________________________________
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ τὸ φῶς καὶ ἡ ὥρα ἡ πρώτη
ποῦ τὰ χείλη ἀκόμη στὸν πηλὸ
δοκιμάζουν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου
Αἷμα πράσινο καὶ βολβοὶ στὴ γῆ χρυσοὶ
Πανωραία στὸν ὕπνο τῆς ἅπλωσε καὶ ἡ θάλασσα
γάζες αἰθέρος τὶς ἀλεύκαντες
κάτω ἀπὸ τὶς χαρουπιὲς καὶ τοὺς μεγάλους ὄρθιους φοίνικες
Ἐκεῖ μόνος ἀντίκρισα
τὸν κόσμο
κλαίγοντας γοερὰ
Ἡ ψυχή μου ζητοῦσε Σηματωρὸ καὶ Κήρυκα
Εἶδα τότε θυμᾶμαι
τὶς τρεῖς Μαῦρες Γυναῖκες [2]
νὰ σηκώνουν τὰ χέρια κατὰ τὴν Ἀνατολή
Χρυσωμένη τὴ ράχη τους καὶ τὸ νέφος ποὺ ἀφῆναν
λίγο-λίγο σβήνοντας
δεξιὰ Καὶ φυτὰ σχημάτων ἄλλων
Ἦταν ὁ ἥλιος μὲ τὸν ἄξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος ὅλος ποὺ καλοῦσε Καὶ
αὐτὸς ἀλήθεια ποὺ ἤμουνα Ὁ πολλοὺς αἰῶνες πρὶν
Ὁ ἀκόμη χλωρὸς μὲς τὴ φωτιὰ Ὁ ἄκοπος ἀπ΄ τὸν οὐρανὸ
Ἔνιωσα ἦρθε κι ἔσκυψε
πάνω ἀπὸ τὸ λίκνο μου
ἴδια ἡ μνήμη γινάμενη παρὸν
τὴ φωνὴ πῆρε τῶν δέντρων, τῶν κυμάτων:
«Ἐντολή σου, εἶπε, αὐτὸς ὁ κόσμος
καὶ γραμμένος μὲς τὰ σπλάχνα σου εἶναι
Διάβασε καὶ προσπάθησε
καὶ πολέμησε» εἶπε
«Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὄπλα του» εἶπε
Καὶ τὰ χέρια του ἅπλωσε ὅπως κάνει
νέος δόκιμος Θεὸς γιὰ νὰ πλάσει μαζὶ ἀλγηδόνα3 καὶ εὐφροσύνη.
Πρῶτα σύρθηκαν μὲ δύναμη
καὶ ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὰ μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
οἱ Ἑφτὰ Μπαλτάδες
κατὰ πὼς ἡ καταιγίδα
στὸ σημεῖο μηδὲν ὅπου εὐωδιάζει
ἀπ΄ ἀρχῆς πάλι ἕνα πουλὶ
καθαρὸ παλιννοστοῦσε τὸ αἷμα
καὶ τὰ τέρατα ἔπαιρναν τὴν ὄψη τοῦ ἀνθρώπου
Τόσο εὔλογο τὸ Ἀκατανόητο
Ὕστερα καὶ οἱ ἄνεμοι ὅλης της φαμίλιας μου ἔφτασαν
τ΄ ἀγόρια μὲ τὰ φουσκωμένα μάγουλα
καὶ τὶς πράσινες οὐρὲς ὅμοια Γοργόνες
καὶ οἱ ἄλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοὶ ὀστρακόδερμοι γενειοφόροι
Καὶ τὸ νέφος ἐχώρισαν στὰ δυὸ Καὶ αὐτὸ πάλι στὰ τέσσερα
καὶ τὸ λίγο ποὺ ἀπόμεινε φύσηξαν στὸ Βορρᾶ
Μὲ πλατὺ πάτησε πόδι στὰ νερὰ καὶ ἀγέρωχος ὁ μέγας Κουλὲς4
Ἡ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα ἔλαμψε
ὁρατὴ καὶ πυκνὴ καὶ ἀδιαπέραστη
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152535455