Καὶ περάσανε μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὥρα. Καὶ θερίσανε πλῆθος τὰ θηρία, καὶ ἄλλους ἑμάζωξαν. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐστήσανε στὸν τοῖχο τριάντα.

ς΄

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ἥλιε νοητὲ * καὶ μυρσίνη σὺ δοξαστικὴ
μὴ παρακαλῶ σας μὴ * λησμονᾶτε τὴ χώρα μου!

Ἀετόμορφα ἔχει τὰ ψηλὰ βουνὰ * στὰ ἡφαίστεια κλήματα σειρὰ
καὶ τὰ σπίτια πιὸ λευκὰ * στοῦ γλαυκοῦ τὸ γειτόνεμα!

Τῆς Ἀσίας ἂν ἀγγίζει ἀπὸ τὴ μία * της Εὐρώπης λίγο ἂν ἀκουμπᾷ
στὸν αἰθέρα στέκει νὰ * καὶ στὴ θάλασσα μόνη της!

Καὶ δὲν εἶναι μήτε ξένου λογισμὸς * καὶ δικοῦ της μήτε ἀγάπη μία
μόνο πένθος ἂχ παντοῦ * καὶ τὸ φῶς ἀνελέητο!

Τὰ πικρά μου χέρια μὲ τὸν Κεραυνὸ * τὰ γυρίζω πίσω ἀπ΄ τὸν Καιρὸ
τοὺς παλιοὺς φίλους καλῶ * μὲ φοβέρες καὶ μ΄ αἵματα!

Μά ΄χουν ὅλα τὰ αἵματα ξαντιμεθεῖ * κι οἱ φοβερὲς ἂχ λατομηθεῖ
καὶ στὸν ἕναν ὁ ἄλλος μπαὶ * νοῦν ἐναντίον οἱ ἄνεμοι!

Τῆς Δικαιοσύνης ἥλιε νοητὲ * καὶ μυρσίνη σὺ δοξαστικὴ
μὴ παρακαλῶ σας μὴ * λησμονᾶτε τὴ χώρα μου!

Θ΄

ΑΥΤΟΣ εἶναι
ὁ πάντοτε ἀφανὴς δικός μας Ἰούδας!
Θύρες ἑπτὰ τὸν καλύπτουνε
καὶ στρατιὲς ἑπτὰ παχύνονται στὴν διακονία του.
Μηχανὲς ἀέρος τὸν ἀπάγουνε
καὶ βαρὺν ἀπὸ γοῦνα καὶ ταρταροῦγα,
στὰ Ἠλύσια μέσα καὶ στοὺς Λευκοὺς Οἴκους τὸν ἀποθέτουνε.
Καὶ γλῶσσα καμία δὲν ἔχει, ἐπειδὴ ὅλες δικές του –
Καὶ καμία γυναῖκα, ἐπειδὴ ὅλες δικές του –
Ὁ Παντοδύναμος!
Θαυμάζουν οἱ ἀφελεῖς
καὶ σιμὰ στὴ λάμψη τοῦ κρυστάλλου χαμογελοῦν οἱ μαυροφορεμένοι,
καὶ σκιρτοῦν τῶν ἀντρῶν τοῦ Λυκαβηττοῦ
οἱ ἡμίγυμνες τίγρισσες!
Ἀλλὰ πόρος κανεὶς γιὰ νὰ περάσει ὁ ἥλιος τὴ φήμη του στὸ μέλλον,
Καὶ ἡμέρα Κρίσεως καμιά, ἐπειδὴ
ἐμεῖς ἀδελφοί, ἐμεῖς ἡ μέρα τῆς Κρίσεως
καὶ δικό μας τὸ χέρι ποὺ θ΄ ἀποθεωθεῖ –
καταπρόσωπο ρίχνοντας τὰ ἀργύρια!

Ι΄