Τὸ λιγάκι ποὺ ἀγγίζοντας ἀφήνει ὁ γλάρος
καὶ φωτίζει τὰ βότσαλα σὰν ἀθῳότης
ἡ γραμμὴ ποὺ χαράζεται μὲς στὴν ψυχή σου
καὶ τὸ πένθος μήνα τοῦ Παραδείσου

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ πρὶν τῆς ὀπτασίας
ἀχερούσιο σάλπισμα καὶ πύρινη ὤχρα
τὸ καιούμενο ποίημα καὶ ἠχεῖο θανάτου
οἱ δορυαιχμὲς λέξεις καὶ αὐτοκτόνες

Τὸ ἐνδόμυχο φῶς ποὺ ἀσπρογαλιάζει
κατ΄ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ ἀπείρου
τὰ χωρὶς ἐκμαγεῖο44 βουνὰ ποὺ βγάζουν
ἀπαράλλαχτες ὄψεις τοῦ αἰώνιου

ΤΑ ΒΟΥΝΑ μὲ τὴν οἴηση45 τῶν ἐρείπιων
τὰ βουνὰ τὰ βαρύθυμα, τὰ μαστοφόρα
τὰ βουνὰ τὰ σὰν ὕφαλα μίας ὀπτασίας
τὰ κλεισμένα ὁλοῦθε καὶ τὰ σαρανταπόρα

Τὰ γεμάτα ψιλόβροχο σὰν μοναστήρια
τὰ χωμένα στὸ ποῦσι46 τῶν προβάτων
τὰ ἤρεμα πηγαίνοντας καθὼς βουκόλοι
μὲ τὸ μαῦρο ζιμπούνι καὶ μὲ τὸ πανωμάντιλο

Ἡ Πίνδος, ἡ Ροδόπη, ὁ Παρνασσὸς
ὁ Ὄλυμπος, ἡ Τυμφρηστός, ὁ Ταΰγετος
ἡ Δίρφυς, ὁ Ἄθως, ὁ Αἶνος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ διάσελο ποὺ ἀνοίγει
αἰωνίου γαλάζιο ὁδὸ στὰ νέφη
μία φωνὴ ποὺ παράπεσε μὲς στὴν κοιλάδα
μία ἠχὼ ποὺ σὰν βάλσαμο τὴν ἤπιε ἡ μέρα

Τῶν βοδιῶν ἡ προσπάθεια ποὺ σέρνουν
τοὺς ἐλαιῶνες πρὸς τὴ δύση
ὁ καπνὸς ὁ ἀτάραχος ποὺ πάει
τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα νὰ διαλύσει