ΙΔ΄

ΝΑΟΙ στὸ σχῆμα τ΄ οὐρανοῦ
καὶ κορίτσια ὡραῖα
μὲ τὸ σταφύλι στὰ δόντια ποὺ μᾶς πρέπατε!
Πουλιὰ τὸ βάρος τῆς καρδιᾶς μας ψηλὰ μηδενίζοντας
καὶ πολὺ γαλάζιο ποὺ ἀγαπήσαμε!
Φύγανε, φύγανε
ὁ Ἰούλιος μὲ τὸ φωτεινὸ πουκάμισο
καὶ ὁ Αὔγουστος ὁ πέτρινος μὲ τὰ μικρά του ἀνώμαλα σκαλιά.
Φύγανε
καὶ στὰ μάτια μέσα τῶν βυθῶν ἀνερμήνευτος ἔμεινε ὁ ἀστερίας
καὶ στὰ βάθη μέσα τῶν ματιῶν ἀνεπίδοτο ἔμεινε τὸ ἡλιοβασίλεμα!
Καὶ τῶν ἀνθρώπων ἡ φρόνηση ἔκλεισε τὰ σύνορα.
Τείχισε τὶς πλευρὲς τοῦ κόσμου
καὶ ἀπὸ τὸ μέρος τ΄ οὐρανοῦ σήκωσε τὶς ἐννέα ἐπάλξεις
καὶ στὴν πλάκα ἐπάνω τοῦ βωμοῦ σφάγιασε τὸ σῶμα
τοὺς φρουροὺς πολλοὺς ἔστησε στὶς ἐξόδους.
Καὶ τῶν ἀνθρώπων ἡ φρόνηση ἔκλεισε τὰ σύνορα.
Ναοὶ στὸ σχῆμα τ΄ οὐρανοῦ
καὶ κορίτσια ὡραῖα
μὲ τὸ σταφύλι στὰ δόντια ποὺ μᾶς πρέπατε!
Πουλιὰ τὸ βάρος τῆς καρδιᾶς μας ψηλὰ μηδενίζοντας
καὶ πολὺ γαλάζιο ποὺ ἀγαπήσαμε!
Φύγανε· φύγανε
ὁ Μαΐστρος μὲ τὸ μυτερό του σάνταλο
καὶ ὁ Γραῖγος ὁ ἀσυλλόγιστος μὲ τὰ λοξά του κόκκινα πανιά.
Φύγανε
καὶ βαθιὰ κάτω ἀπὸ τὸ χῶμα συννέφιασε ἀνεβάζοντας
χαλίκι μαῦρο
καὶ βροντές, ἡ ὀργὴ τῶν νεκρῶν
καὶ ἀργὰ στὸν ἄνεμο τρίζοντας
γυρίσανε πάλι μὲ τὸ στῆθος μπροστὰ
φοβερά, τῶν βράχων τ΄ ἀγάλματα!